ΦΟΒΟΥ ΤΟΝ ΠΕΘΕΡΟ (2017)
(ALL NIGHTER)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάβιν Γουάισεν
- ΚΑΣΤ: Τζ. Κ. Σίμονς, Eμίλ Χερς, Άναλι Τίπτον, Κρίστεν Σάαλ, Τάραν Κίλαμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Εργασιομανής πατέρας, που έχει χάσει τα ίχνη της αγαπημένης του κόρης, αναγκάζει το πρώην boyfriend της να τον βοηθήσει να τη βρει. Αρχικά μοιάζει εύκολο, αλλά η αναζήτησή της στο Λος Άντζελες αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη, μέχρι και επικίνδυνη.
Για τα θρίλερ τρόμου γκρινιάζουμε τον τελευταίο καιρό, η αμερικάνικη κωμωδία όμως είναι αυτή που δεν σηκώνει κεφάλι με τίποτα. Διότι κάθε τόσο, μέσα στην αυξημένη ποσοτικά horror σαβούρα, εμφανίζεται ένα «Τρέξε!» ή ένας «Διχασμένος» για να ανανεωθεί το ενδιαφέρον για το είδος, σε αντίθεση με την κωμωδία των καιρών μας, όπου θαρρείς πως συναγωνίζεται η μία ταινία την άλλη για το ποια θα κάνει τον θεατή να γελάσει… λιγότερο! Τούτη η πιο πρόσφατη που βγαίνει στις αίθουσες, δεν ξεφεύγει σε τίποτα από αυτά στα οποία το genre μας έχει συνηθίσει εσχάτως: συμπαθές ξεκίνημα, γρήγορη εξάντληση του αστείου και… άντε να τελειώνουμε, να πηγαίνουμε σπίτια μας.
Ο αγχωμένος και νευρικός Μάρτιν γνωρίζει επιτέλους τον πατέρα της κοπέλας του, σε ένα δείπνο που δεν εξελίσσεται όπως ίσως αυτός θα περίμενε. Ο κύριος Γκάλο είναι ένας ψαρωτικά αυστηρός τύπος με ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη του, την οποία εξαιτίας της μυστηριώδους φύσης της δουλειάς του, που τον αναγκάζει να γυρίζει συνεχώς τον κόσμο, ελάχιστα βλέπει. Έξι μήνες μετά το σχεδόν καταστροφικό δείπνο γνωριμίας τους, ο Μάρτιν αντικρίζει (προς μεγάλη του έκπληξη) τον παραλίγο πεθερό του στο κατώφλι της πόρτας του. Εκείνος δεν γνωρίζει πως το ζεύγος έχει πλέον χωρίσει, αλλά μιας και δεν ξέρει κανέναν άλλο φίλο της κόρης του, τον αναγκάζει να τον οδηγήσει στην τελευταία της γνωστή διεύθυνση διαμονής. Αυτός θέλοντας και μη δέχεται, ξεκινώντας έτσι αυτό που θα αποδειχθεί ένα χαοτικό 24ωρο αναζήτησης.
Θυμίζει λίγο την «Αρπαγή» (στην οποία εμμέσως γίνεται αναφορά σε μια έξυπνη σκηνή), σε έναν πιο κωμικό, α λα buddy movie τόνο, ο οποίος ενισχύεται αρχικά από το μυστήριο που καλύπτει την επαγγελματική ενασχόληση του κυρίου Γκάλο, αν και από τη στιγμή που θα γίνει φανερό αυτό το στοιχείο ουδόλως χρησιμοποιείται στην εξέλιξη της υπόθεσης. Η ιστορία ακολουθεί μια μονοδιάστατη πορεία, με το αταίριαστο (αρχικά) ζευγάρι να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι κι από bar σε bar, ψάχνοντας τα ίχνη της Τζίνι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παίρνουν από τον καθένα που συναντούν. Είναι εντυπωσιακό, βέβαια, το πώς μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο σε ολόκληρο Λος Άντζελες να βρει κάποιος έναν φυσιολογικό άνθρωπο, στον οποίο θέλεις να κάνεις μια απλή ερώτηση, περιμένοντας να λάβεις μια απλή απάντηση. Έτσι, από το φευγάτο ζεύγος με τον μαστούρη τυπά και τη γλυκομίλητη στα όρια του να την πνίξεις γυναίκα, μέχρι την εισβολή στο σπίτι συγκατοίκου της κόρης και το μπλέξιμο με την αστυνομία, βλέπουμε να παρελαύνουν όλοι οι «καμένοι» της πόλης, οι οποίοι είτε θα πίνουν, είτε θα «καπνίζουν», είτε θα… ψάχνονται γενικώς. Όπως είναι λογικό, το αστείο όχι μόνο τελειώνει πριν το ημίωρο, αλλά η διαρκής του επανάληψη, χωρίς ίχνος καινούργιας ιδέας ή υποτυπώδους έστω υποπλοκής που θα βοηθούσε να διατηρηθεί ένα κάποιο μίνιμουμ ενδιαφέροντος, οδηγεί στην αδιαφορία για τα όσα διαδραματίζονται. Τουλάχιστον δεν καταφεύγει ποτέ στο προσβλητικό και χυδαίο χιούμορ, κρατώντας ένα σχετικό επίπεδο.
Ο Τζ. Κ. Σίμονς οδεύει ολοταχώς προς την τυποποίηση (εάν δεν το έχει πάθει ήδη), αφού εδώ επαναλαμβάνει αυτό ακριβώς που τον έχουμε δει να κάνει σε πληθώρα φιλμ, από το «Juno» (2007) μέχρι το «Χωρίς Μέτρο» (2014), όντας όμως ο πρωταγωνιστής πλέον, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για έναν κλασικό καρατερίστα του διαμετρήματός του. Φτιάχνει καλή χημεία με τον Εμίλ Χερς, όμως δεν βοηθιέται κανένας από τους δυο τους από το ανέμπνευστο σενάριο, ούτε και από τους διακοσμητικούς δεύτερους χαρακτήρες, της Τζίνι συμπεριλαμβανομένης, η οποία ενώ βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, περισσότερο με χαμένο αντικείμενο μοιάζει σεναριακά παρά με… άνθρωπο που κάποιοι (που ενδιαφέρονται γι’ αυτόν) ψάχνουν να βρουν.