Ο Νο 1 ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ (2014)
(A MOST WANTED MAN)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Κατασκοπείας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντον Κορμπέιν
- ΚΑΣΤ: Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν, Γουίλεμ Νταφόου, Νίνα Χος, Ρόμπιν Ράιτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Τσετσένος ισλαμιστής εισέρχεται λαθραία στο λιμάνι του Αμβούργου και αναζητά μεγαλοτραπεζίτη για να παραλάβει την κληρονομιά του Ρώσου πατέρα του, στρατιωτικού με σκοτεινές διασυνδέσεις. Παλιός πράκτορας των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών θα προσπαθήσει να τον παγιδέψει, πιστεύοντας πως είναι σύνδεσμος τρομοκρατικής οργάνωσης.
Το όνομα του συγγραφέα Τζον λε Καρέ αποτελεί εγγύηση και δηλώνει ξεκάθαρα το είδος της ταινίας. Τα καλά νέα είναι πως οι φανατικοί του θρίλερ κατασκοπείας δεν θα απογοητευτούν. Τα κάπως πιο απογοητευτικά νέα λένε πως αν θυμάσαι έντονα ακόμη το εκπληκτικό «Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι» (2011) του Τόμας Άλφρεντσον, θα πρέπει να βαστάς μικρότερο καλάθι τούτη τη φορά. Όπως και να ‘χει, όμως, βρίσκεσαι σε καλά χέρια.
Ο Άντον Κορμπέιν μπορεί να μην είναι ένας τόσο ικανός σκηνοθέτης όσο ο Άλφρεντσον, όμως γνωρίζει το γερμανικό έδαφος (από πληθώρα φωτογραφίσεών του), του ταιριάζει το φουτουριστικά αποξενωτικό τοπίο της πόλης, τον ενδιαφέρουν οι συμπεριφορές των ηρώων του και πετυχαίνει με επιδέξιο τρόπο τη σκιαγράφησή τους, παρά το γεγονός ότι όλοι τους δείχνουν αβάσταχτα κι ερμητικά κλειστοί. Το φιλμ μπορεί κάλλιστα να παρομοιαστεί με ένα σκακιστικό παιχνίδι, στο οποίο τα πιόνια παραβλέπουν τους κανόνες και «κλέβουν» στις κινήσεις, αφήνοντας στο θεατή μια αίσθηση αβεβαιότητας για την εξέλιξη της δράσης.
Ο Γκούντερ Μπάχμαν του Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν (στον τελευταίο πρωταγωνιστικό ρόλο της ζωής του) είναι ένας ψυχολογικός γρίφος, μια στωική μορφή που σε κάνει να απορείς για την προέλευση της χαλαρότητάς του απέναντι σε ένα σύστημα γραφειοκρατίας και διεθνών πολιτικών ισορροπιών, που στο παρελθόν τού έχουν κοστίσει ιδιαίτερα. Αυτό το παρελθόν θα παραμείνει θολό, όμως οι πληροφορίες που αποσπούμε από τους διαλόγους μαρτυρούν μια προδοσία η οποία ίσως τον μεταμόρφωσε σε αυτό που βλέπουμε σήμερα. Έναν άνθρωπο δίχως προσωπική ζωή (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η μια και μοναδική φορά που ο Κορμπέιν μπαίνει μέσα στο διαμέρισμά του), δίχως συναίσθημα (το κλεφτό, επαγγελματικό φιλί προς τη συνάδελφό του, Νίνα Χος, σε μια σκηνή παρακολούθησης, σου κόβει την ανάσα), με μόνιμο σύντροφο τη σιωπή, ένα τσιγάρο κι ένα ποτήρι whiskey. Το εκτόπισμα ενός τόσο μεγάλου ηθοποιού προσθέτει τα χαρακτηριστικά ενός αρκετά ασαφούς, αντι-ηρωικού προφίλ έτσι ώστε ο χαρακτήρας του να μας νοιάζει σταδιακά – και η γνώση ότι δεν θα ξαναδούμε ποτέ τον Σίμουρ Χόφμαν σε κάτι καινούργιο στη μεγάλη οθόνη προσθέτει στη θέαση της ερμηνείας μια απροσδόκητα ταιριαστή τραγικότητα, η οποία θα συμπορευθεί μαζί του στο τελευταίο κάδρο της ταινίας. Ειρωνικά. Σκληρά ειρωνικά.
Όλα τα πρόσωπα που στήνουν τη δράση στον «Νο 1 Καταζητούμενο» σηκώνουν πάνω-κάτω το κοινό βάρος μιας κατάρας που δεν τους επιτρέπει να πιάσουν «λιμάνι» (ταιριάζει και με το location!). Το κοινό τους βάσανο είναι πως δεν ξέρουν πού να πάνε. Ακόμη κι αν πιστεύουν σε έναν προορισμό, μέσα τους, γνωρίζουν πως κι εκεί θα συναντήσουν το ίδιο κενό. Όσο κι αν προσπαθούν να εξιλεωθούν για τις πράξεις τις δικές τους ή των γονιών τους, μια κληρονομικότητα για την οποία δεν έφταιξαν, μια βαθιά και απόλυτη ήττα με την εμπιστοσύνη που είχαν, σε ανθρώπους, σε κώδικες ηθικής, σε θρησκείες. Ακριβώς όπως και ο Γκούντερ, ο Ίσα Κάρποφ του Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν είναι ένα… ντουβάρι θνητής ύπαρξης, χωρίς πατρίδα, χωρίς αληθινή πίστη, χωρίς καρδιά ή ψυχή, ένοχος για την ταυτότητά του και μόνο, ο οποίος πραγματικά δεν ξέρει πού μπορεί να πάει μετά την ολοκλήρωση της «αποστολής» του.
Κάπως έτσι, μεταφορικά, και ο Κορμπέιν δεν ξέρει πώς να χειριστεί την αφήγηση αυτής της ιστορίας. Με έναν τρόπο που μαρτυρά την αβεβαιότητα, σε τόνους και ύφος. Ξέρει να στήνει τα κάδρα του, ταυτίζεται εικαστικά με το αστικό περιβάλλον, τον ενδιαφέρει να παρατηρεί τους ήρωές του, αλλά προδίδει κι αυτός με τον τρόπο του το εγχείρημα, αφήνοντας το καστ να μας οδηγήσει σ’ ένα φινάλε που υποψιαζόμαστε αλλά δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς θα συμβεί. Με μια ένταση που σβήνει άδοξα. Φοβισμένα.
Εκεί, και πάλι, το ταλέντο, η ήρεμη δύναμη, ο τρόπος τού Σίμουρ Χόφμαν να «χάνεται» υποδυόμενος κάθε μορφής συνηθισμένους ανθρώπους και εμψυχώνοντάς τους με μια τόσο πιστευτή, δραματικά φορτισμένη ειλικρίνεια, με βλέμμα πονετικό και σαρκαστικό μαζί, έρχεται να μας ταρακουνήσει απότομα, με την εμφάνιση των end credits. Θέλεις να πεις «Τι κρίμα…», αλλά αναρωτιέσαι για κάτι ακόμη πιο αποκαρδιωτικό. Πού πάμε; Πού έχουμε να πάμε, πια…