Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΜΕ ΤΗ ΘΗΛΕΙΑ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ (1953)
(WOMAN THEY ALMOST LYNCHED)
- ΕΙΔΟΣ: Γουέστερν
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλαν Ντουάν
- ΚΑΣΤ: Τζόαν Λέσλι, Όντρεϊ Τότερ, Τζον Λουντ, Μπράιαν Ντονλέβι, Μπεν Κούπερ, Νίνα Βαρέλα, Τζιμ Ντέιβις, Ανν Σάβατζ

Όταν η κουβέντα έρχεται στο θέμα «γουέστερν με ατρόμητους γυναικείους χαρακτήρες», το «Johnny Guitar» (1954) του Νίκολας Ρέι, όπου οι Τζόαν Κρόφορντ και Μερσέντες ΜακΚέιμπριτζ κρατούσαν πιστόλια και μισιούνταν θανάσιμα, είναι πιθανότατα το πρώτο που έρχεται στο μυαλό. Δεν είναι το μοναδικό, όμως, καθώς στην δεκαετία του ’50 υπήρξαν κι άλλα ανάλογα («Rancho Notorious» του Φριτς Λανγκ, «Forty Guns» του Σάμιουελ Φούλερ), εκείνο σίγουρα αποτελεί το πλέον προβεβλημένο. Η μικρή εταιρεία Republic Pictures, η οποία είχε ειδικευτεί στα γουέστερν (δική της παραγωγή ήταν και το φιλμ του Ρέι), έναν χρόνο πριν είχε γυρίσει μια παραλλαγή της ίδιας περίπου ιστορίας. Το «Με τη Θηλειά στο Λαιμό» δεν έχει αποκτήσει την αναγνωρισιμότητα της πολύ πιο διάσημης «δίδυμης αδελφής» του, όμως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ελαφρώς ανώτερο εκείνου, καθώς διαθέτει μία πολύ πιο προχωρημένη σεναριακή σύλληψη, η οποία ξεφεύγει από τα αναγκαία κλισέ του genre. Απλά, τυγχάνει να είναι ασπρόμαυρο, στερείται ίσως του μεγαλείου μιας πιο πλούσιας παραγωγής, και αν και διαθέτει αναγνωρίσιμο καστ, υπολείπεται της παρουσίας μιας diva όπως ήταν η Τζόαν Κρόφορντ.
Στην εμφυλιοπολεμική Αμερική του 1865, η Μπόρντερ Σίτι έχει διακηρύξει την αδιαπραγμάτευτη ουδετερότητά της. Ευρισκόμενη στα σύνορα των Πολιτειών μεταξύ Αρκάνσας και Μισούρι (που ελέγχονται από Νότιους και Βόρειους, αντίστοιχα), η μικρή πόλη τηρεί απαρέγκλιτα την πολιτική της Δημάρχου της, Ντιλάιλα Κόρτνι (Βαρέλα), η οποία δεν διστάζει να στείλει στην κρεμάλα οποιονδήποτε διατυπώνει αντίρρηση περί της μη εμπλοκής στον πόλεμο. Η φαινομενική ησυχία που υπάρχει στην περιοχή θα διαταραχθεί ανεπανόρθωτα, όταν η Σάλι Μάρις (Λέσλι) καταφθάνει εκεί αναζητώντας μετά από χρόνια αποξένωσης τον αδελφό της. Έχοντας τύχει ενός όχι ακριβώς ευγενικού καλωσορίσματος από την διαβόητη συμμορία του Τσαρλς Κουαντρίλ (Ντονλέβι) και της κακιασμένης γυναίκας του Κέιτ (Τότερ), η Σάλι βρίσκεται να κληρονομεί το saloon του αφελούς αδελφού της, να μπλέκει με τον Λανς Χόρτον (Λουντ), ο οποίος εκτός από δεξί χέρι της Δημάρχου φαίνεται πως κουβαλάει μυστικά από το παρελθόν, αλλά και με τους στρατιώτες τόσο της Ένωσης όσο και της Ομοσπονδίας, που έχουν τους λόγους τους να αναζητούν κάποιους από τους διαβόητους κατοίκους της Μπόρντερ Σίτι.
Το σενάριο του (συγγραφέα pulp μυθιστορημάτων) Στιβ Φίσερ ισορροπεί κάπου ανάμεσα στο σοβαρό και το παράλογο, δείχνοντας ταυτόχρονα μία τάση αποδόμησης του είδους, χωρίς απαραίτητα να διεκδικεί δάφνες άκρατου φεμινισμού. Οι συμμαχίες ανάμεσα στα κορίτσια του saloon, από τη μία, προτάσσουν την ιδέα πως οι γυναίκες είναι πιο ευρηματικές από τους άνδρες (η ξεροκεφαλιά των οποίων οδήγησε τη χώρα στον αιματηρό Εμφύλιο), από την άλλη, η ψυχρή επαγγελματική δραστηριότητα της Δημάρχου (η οποία επιβουλεύεται για πάρτη της τα πλούσια ορυχεία μολύβου της περιοχής) αποδεικνύει πως μπροστά στο χρήμα οι καλές προθέσεις φεύγουν συχνά από το παράθυρο. Στο επίκεντρο όλων αυτών, ασφαλώς, βρίσκεται η ριψοκίνδυνη αντιπαλότητα των δύο βασικών ηρωίδων του φιλμ. Η μεταμόρφωση της Σάλι από ευγενική δασκάλα σε καμπαρετζού – ιδιοκτήτρια saloon είναι τόσο σπάνια όσο και ιντριγκαδόρικη, με την αδίστακτη Κέιτ να εμφανίζεται ως η μισητή και κακομεταχειρισμένη από τους άνδρες εχθρός της, η οποία γυρεύει εκδίκηση κατά πάντων. Ο καβγάς μετά ξύλου των δυο τους εντός του saloon, στέλνει το περίφημο ξεμάλλιασμα… Αλέξις και Κρίσταλ από την τηλεοπτική «Δυναστεία» για τσάι, η δε σκηνή της εξάσφαιρης μονομαχίας τους, μάλλον κερδίζει τον τίτλο του πρώτου αποκλειστικά θηλυκού κινηματογραφικού showdown.
Ο σημαντικός (πλην όμως ελαφρώς παραγνωρισμένος) σκηνοθέτης Άλαν Ντουάν (με σπουδαία καριέρα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου) κατευθύνει με μαεστρία το πολυπληθές καστ του (σχεδόν μια ντουζίνα ολοκληρωμένων χαρακτήρων υπάρχουν εδώ), διατηρώντας το ενδιαφέρον της πλοκής αμείωτο, αφού φροντίζει να κρατάει άσσους σεναριακού twist στο μανίκι (ακόμη και για την ταυτότητα της γυναίκας του τίτλου που κινδυνεύει από τη αγχόνη). Η εναρκτήρια σεκάνς της επίθεσης στην άμαξα που μεταφέρει την Σάλι, με την εμπλοκή παρανόμων και στρατιωτών είναι αληθινό επίτευγμα (τα εύσημα ανήκουν και στον μοντέρ Φρεντ Άλεν), το σαρδόνιο χιούμορ κάνει συχνά πυκνά την εμφάνισή του (ειδικά στις σκηνές όπου σαν χορός αρχαίας τραγωδίας εμφανίζεται η γηραιά κουστωδία της Δημάρχου), η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την διάκριση των εμπόλεμων Νοτίων και Βορείων δεν χαρίζει κάστανα, οι δε ανδρικοί χαρακτήρες μόνο ως συμπληρωματικοί δεν μπορούν να εκληφθούν, μιας και οι ενέργειές τους είναι καίριας σημασίας για τους πάντες. Πάνω απ’ όλα, όμως, στέκει η ρηξικέλευθη για τα δεδομένα του γουέστερν τολμηρή γυναικεία διαμάχη, η οποία αντιστρέφει ολοκληρωτικά τους συνήθεις αρσενικούς κώδικες του είδους, μπλέκοντας έξοχα πραγματικότητα με μυθοπλασία. Ειλικρινά, άξιζε πολύ καλύτερης υστεροφημίας το «Με τη Θηλειά στο Λαιμό». Ποτέ δεν είναι αργά, όμως.