«THE PUNISHER»: ΕΝΑ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ Θ(Α)ΥΜΑ.
Μετά την εντυπωσιακή του εμφάνιση ως επίσημος villain και αντίπαλο δέος του Daredevil στη δεύτερη σεζόν της ομώνυμης επιτυχημένης σειράς του Netflix, ήταν απλά θέμα χρόνου μέχρι ο Φρανκ Κασλ (λέγε με και «The Punisher») να αποκτήσει – κατόπιν λαϊκής απαίτησης – τη δική του σειρά, με τον Τζον Μπέρνθαλ να… σωματοποιεί ιδανικά τον υπερβίαιο τιμωρό της Marvel.
Σε μια εποχή που το blockbuster σινεμά των superheroes εγείρει διλήμματα ύπαρξης (της δικής του ύπαρξης), που άλλοτε αφορά τη διάσωση της ανθρωπότητας η οποία σπανίως έχει λόγο πάνω στην ίδια της τη σωτηρία (αρκούμενη, συνήθως, στον ρόλο του αδρανούς θύματος) και άλλοτε στο σιγοντάρισμα ενός πιο κινηματογραφικά ευνοούμενου σύμπαντος φιλικών / εμφυλιακών συγκρούσεων, η τηλεόραση μοιάζει να ακολουθεί διαφορετική κατεύθυνση με σειρές οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο τις ιστορίες χαρακτήρων της Marvel (των λιγότερο «φαντεζί», μάλλον) που συχνά αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης αμερικανικής πραγματικότητας.
Οι εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές εντάσεις, ο φόβος της τρομοκρατίας, ο στιγματισμός των μειονοτήτων και της μαύρης κοινότητας, καθώς και η σεξουαλική στοχοποίηση των γυναικών, «νομιμοποιημένη» θαρρείς από την πολιτική δράση του Τραμπ, σκιαγραφούν το πορτρέτο μιας χώρας σε – παρατεταμένη – κρίση (δίχως να είναι και η μόνη), με την κάθε μορφής βία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού αμερικανικού (και μη) μικρόκοσμου. Είτε πρόκειται για ένα θύμα βιασμού («Jessica Jones»), είτε για έναν μαύρο πρώην κατάδικο που πολεμάει το έγκλημα («Luke Cage»), ή για έναν βετεράνο πολέμου με μετατραυματικό stress και μια λανθάνουσα ιδέα περί δικαιοσύνης («The Punisher»), η πρόσφατη τηλεοπτική σοδειά του Netflix μαρτυρά πως οι «super ήρωες» μπορούν να υπάρξουν και εκτός μεγάλης οθόνης, όχι μόνο εξαιτίας της δεδομένης έκτασης μιας τηλεοπτικής σειράς, αλλά κυρίως επειδή η δική τους ύπαρξη παραμένει απτά συνδεδεμένη με την πραγματικότητα γύρω τους.
Η ολοκλήρωση της πρώτης σεζόν τού «The Punisher» δια χειρός Στιβ Λάιτφουτ (ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του και το άδικα κομμένο «Hannibal»), πραγματοποιήθηκε εν μέσω αντιδράσεων και extra δόσεων hate για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, που εκτείνονται από την υπερβολικά γραφική χρήση της βίας ή και την απουσία αυτής (!), μέχρι την εξαντλητική ανάλυση των χαρακτήρων (ούτε σειρά να ήταν, παιδιά) και τη διαφορετική προσέγγιση που επιλέχθηκε εδώ για την persona του Κασλ, ο οποίος ομολογουμένως βρίσκεται αρκετά πιο μακριά από τη συνήθη κομιξάδικη απόδοσή του ως ψυχωτικής φονικής μηχανής. Και ερωτώ: ε, και;
Αναπροσαρμόζοντας το γενικό background και τις ανάγκες του ήρωα στο σήμερα, προκειμένου να συμβαδίζουν με τις τρέχουσες εξελίξεις (ο Φρανκ Κασλ εδώ είναι βετεράνος των πολέμων του Ιράκ και του Αφγανιστάν, ενώ η πρώτη επίσημη εμφάνισή του σε comic, το 1974, έγινε στη «σκιά» του πολέμου του Βιετνάμ), ο Τιμωρός του Μπέρνθαλ είναι ένας στρατιώτης με κατεστραμμένα ιδανικά, προδομένος από την ίδια την πατρίδα που με αυτοθυσία υπερασπίστηκε, ένας άνθρωπος «μισός», ο οποίος εναγωνίως αποζητά εκδίκηση για την εν ψυχρώ δολοφονία της γυναίκας και των παιδιών του. Με φόντο μια μουντή Νέα Υόρκη και νυχτερινές λήψεις που παραπέμπουν στην κινηματογραφική ματιά του Σκορσέζε για την πόλη που «δεν κοιμάται ποτέ», ο Λάιτφουτ καταγράφει μέσα σε δεκατρία επεισόδια όλη τη σαπίλα και τη διαφθορά του αμερικανικού κρατικού συστήματος, φιλτραρισμένη μέσα από τα κακώς κείμενα της ξεφτισμένης πατριωτικής ιδεολογίας των υψηλά ιστάμενων πάσης φύσεως και των «εργαλείων» τους, που αφού φέρουν εις πέρας την αποστολή τους υπό το παραπέτασμα μιας κάποιας τιμής, επιστρέφουν στη χωρική τους βάση, ανίκανοι να προσαρμοστούν (και να αφομοιωθούν) στην κανονικότητα της ζωής εν καιρώ ειρήνης.
Ακόμα κι αν κάποιος παραμένει πιστό fanboy της original ιστορίας του «The Punisher», δεν γίνεται να μην αναγνωρίσει τις αρετές τούτης της σειράς, η οποία επιχειρεί να επανα-συστήσει τον ήρωα της Marvel σε ένα νέο περιβάλλον, προσδίδοντάς του εκφάνσεις ανθρωπιάς και μετρημένες δόσεις συναισθηματισμού, που όμως ποτέ δεν στερούν από τον χαρακτήρα την αναγνωρίσιμη κληροδοτημένη του οργή. Σκηνοθετικά, εναλλάσσοντας τα flashbacks των ευτυχισμένων οικογενειακών στιγμών με τις εικόνες του εμπόλεμου παρελθόντος του, ο Κασλ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν πρωταγωνιστή με επαρκές backstory και πολλούς λόγους που (υποθετικά) θα έκαναν έναν θεατή να συνταχθεί στο πλευρό του, σε αυτόν τον μάταιο κατά τα άλλα αγώνα για προσωπική, ηθική ικανοποίηση. Εν προκειμένω, αυτό που ο Λάιτφουτ αναγνωρίζει είναι πως η ύπαρξη τέτοιων χαρακτήρων, ανθρώπινων παραγώγων δηλαδή, του ίδιου αδηφάγου συστήματος το οποίο τους «καταναλώνει» μανιασμένα, μετατρέποντάς τους από άτομα σε αριθμούς, είναι χειροπιαστή και μοιραία αληθινή. Οι δημιουργοί του τηλεοπτικού «The Punisher» δεν δικαιολογούν, ούτε όμως και ασπάζονται τη δράση του πρωταγωνιστή τους. Απλά, παραθέτουν την ιστορία ενός vigilante χωρίς μπέρτα, ενός άνδρα που κάποτε είχε τα πάντα και τα έχασε, εμμέσως πλην σαφώς «οπλίζοντας» το δικό του χέρι αναφορικά με την τραγική μοίρα της οικογένειάς του, καθιστώντας εαυτόν στη στιγμή θύτη και θύμα.
Για τον Λάιτφουτ δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, μόνο μια αδιόρατη γκρίζα γραμμή που μπορεί εύκολα να σε οδηγήσει στην άλλη άκρη της δικαιοσύνης. Υπάρχουν στοιχεία και χαρακτήρες εδώ που γράφτηκαν μόνο για τη σειρά, όπως ο ρόλος της Ντίνα Μαντάνι, επικεφαλής του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, που έχει ως απώτερο σκοπό να υπερτονίσει ακόμη περισσότερο τα δυσδιάκριτα όρια Νόμου και ανομίας. Η επιλογή της Μαντάνι (γυναίκα, μουσουλμανικής καταγωγής, γεννημένη στη Νέα Υόρκη όμως) σε θέση ισχύος αποτελεί μια ειρωνική πινελιά, τόσο για την ίδια τη θέση του «δεύτερου φύλου», όσο και για τη λανθασμένη εντύπωση πως οι τρομοκρατικές τακτικές αποτελούν «προνόμιο» των αραβικών χωρών, υποδηλωτικό του χρώματος του δέρματος και της θρησκείας.
Η πρώτη σεζόν του «The Punisher» δεν είναι μια τέλεια σειρά, υπάρχουν (εσκεμμένα) βραδυφλεγή επεισόδια που θα μπορούσαν να «τρέξουν» καλύτερα, και οπλικές «χορογραφίες» που μοιάζουν ανά στιγμές ερασιτεχνικές. Στο σύνολό της, όμως, είναι μια σειρά που στέκεται εύκολα μόνη της χάρη στους χαρακτήρες της, χάρη στο συμπεριφορικό «άνοιγμα» του ομώνυμου ήρωα ως κάτι ανώτερου μιας θανατηφόρας μονάδας που σπέρνει τον όλεθρο. Υπάρχουν, επίσης, μερικές πραγματικά στοιχειωτικές στιγμές σε τούτη τη σειρά, σκηνές γεμάτες αίμα και λυσσαλέα βία, που δεν ξοδεύουν τη δυναμική των εικόνων τους στο καθένα από τα σχεδόν ωριαία επεισόδιά της, αλλά έρχονται όταν πρέπει, σύντομα και περιεκτικά, λειτουργώντας ως το ιδανικό συμπλήρωμα στον μέχρι πρότινος κεκαλυμμένο θυμό του Punisher. Υποκριτικά όλοι οι ηθοποιοί παραδίδουν εξαιρετικές ερμηνείες: από τον Μπέρνθαλ που μοιάζει γεννημένος για τον ρόλο και τον Μπεν Μπαρνς (τον θυμάσαι από το «Westworld») που εδώ υποδύεται έναν εξαίσιο Μπίλι Ρούσο, μέχρι την Άμπερ Ρόουζ Ρέβα ως Μαντάνι και τον Έμπον Μος-Μπάκρακ στον ρόλο του μυστηριώδους Micro, ενώ και το score του Τάιλερ Μπερνς («Φύλακες του Γαλαξία», «John Wick») δίνει όση τεστοστερόνη χρειάζεται το σύμπαν του οργισμένου τιμωρού της Marvel.
«One Batch, Two batch. Penny and Dime». Ο Punisher ήρθε για να μείνει!