FreeCinema

Follow us

JOHN WICK (2014)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαντ Σταχέλσκι, Ντέιβιντ Λιτς
  • ΚΑΣΤ: Κιάνου Ριβς, Μίκαελ Νίκβιστ, Άλφι Άλεν, Γουίλεμ Νταφόου, Ίαν ΜακΣέιν, Έιντριαν Παλίκι, Ντιν Γουίντερς, Τζον Λεγκουιζάμο
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Πρώην πληρωμένος εκτελεστής παίρνει ανάποδες γιατί παρέα Ρώσων κακοποιών σκοτώνει το… σκυλάκι που του άφησε η γυναίκα του πριν πεθάνει, και τα παίρνει όλα σβάρνα μέχρι να μην αφήσει κανέναν τους ζωντανό!

Για ταινίες σαν το «John Wick» δεν χρειάζεται ούτε ιδιαίτερη ανάλυση, ούτε να προσποιούμαστε ότι υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο να ειπωθεί. Αν πετύχαινες έναν γνωστό να βγαίνει απ’ την αίθουσα μετά την προβολή της, θα μπορούσε να σου συνοψίσει την πλοκή εύστοχα και με ελάχιστες λέξεις, λέγοντας «είναι ένας πρώην επαγγελματίας δολοφόνος που του πατάνε τον κάλο και ξαναπαίρνει τα όπλα για να εκδικηθεί». Ακούγεται ελαφρύ, ίσως και λίγο κωμικό, αλλά επί της ουσίας, περί αυτού πρόκειται. Όλα τα υπόλοιπα θα τα εκτιμήσουν, κατά κύριον λόγο, οι φανατικοί τού κινηματογράφου δράσης. Μάλλον δικαιολογημένα. Γιατί το φιλμ των πρωτοεμφανιζόμενων Τσαντ Σταχέλσκι και Ντέιβιντ Λιτς, έχει περισσότερα κοινά με τα βιντεοπαιχνίδια και τα comics, παρά με το σινεμά. Αυτά τα δυο καλόπαιδα, έχουν μπόλικη εμπειρία ως βοηθοί σκηνοθέτη, υπήρξαν υπεύθυνοι για τις επικίνδυνες σκηνές σε μπόλικες περιπέτειες ενώ έχουν ξαναδουλέψει με τον πρωταγωνιστή Κιάνου Ριβς, ως stuntmen στην τριλογία τού «Matrix». Λαμβάνοντάς το υπόψη, καταλαβαίνεις περίπου τι θα δεις εδώ. Εντυπωσιακά χορογραφημένο πιστολίδι, ξύλο με τη σέσουλα, ανατινάξεις και, σχεδόν, μηδαμινό περιεχόμενο.

Το ντεμπούτο τους, ωστόσο, δεν το λες κακό. Διαθέτει ύφος, ακόμα κι αν όλες του οι αρετές εξαντλούνται εκεί. Ο Τζον Γουίκ (αυτός ο «μπαμπούλας» που ένας ολόκληρος στρατός από gangsters φοβάται να τα βάλει μαζί του) θυμίζει τους σκληροτράχηλους action heroes της δεκαετίας του ‘80, σε όλη τους την υπερβολή. Μην ψάξεις για ρεαλισμό, λοιπόν. Ένας ασταμάτητος, γρασαρισμένος στην εντέλεια, φονικός μηχανισμός με τη μορφή ανθρώπου, που αποσύρθηκε γιατί νοικοκυρεύτηκε, μπαίνει και πάλι στην ενεργό δράση όταν ο γιος Ρώσου αρχιμαφιόζου διαπράττει το μοιραίο λάθος να του κλέψει το αυτοκίνητο και να του σκοτώσει το σκυλί, δώρο της πρόσφατα αποθανούσας γυναίκας του. Τα υπόλοιπα και τα φαντάζεσαι εύκολα και τα έχεις δει άπειρες φορές. Βγάζει τόσο πολύ μάτι το ότι η ιστορία είναι καθαρό πρόσχημα για να ξεκινήσει το μακελειό, που ακόμα κι ο πιο θετικά διακείμενος θεατής μπορεί να εκνευριστεί απ’ την προχειρότητα της. Μετά, όμως, εξαπολύεται ένα σαρωτικό θέαμα, άψογα μονταρισμένο, ώστε να μην νιώσεις και εντελώς κορόιδο. Στο επίπεδο της «καλτιάς» λειτουργεί μια χαρά το «John Wick» και τιμάει τις επιρροές του. Και τι δεν θα βρει εδώ ο πωρωμένος action fan: «The Matrix», «Hard Boiled», «The Killer» (το φρενήρες σινεμά του Τζον Γου εννοείται ότι αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης), «Commando», «Rambo», όλη την καρτουνίστικη απιθανότητα της one man army φιλμικής κληρονομιάς και, φυσικά, καμιά πρωτοτυπία.

Οπτικά, το αποτέλεσμα έχει ενδιαφέρον. Οι Σταχέλσκι και Λιτς έχουν «γυαλίσει» μερακλίδικα τα κάδρα τους, η πλανοθεσία αποκαλύπτει ωραίες ιδέες και, χάρη στην άψογη νυχτερινή φωτογραφία, μια νουάρ ατμόσφαιρα περιθωρίου, πού και πού, ικανοποιεί και το κινηματογραφόφιλο βλέμμα, στα ενδιάμεσα του θορύβου. Επίσης, το παρελθόν των σκηνοθετών στις χορογραφίες δράσης δίνει μερικές πραγματικά εντυπωσιακές σκηνές ακραία στιλιζαρισμένων συμπλοκών που, βέβαια, μέσα από την εξαντλητική τους επανάληψη, μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους, αναπόφευκτα ξοδεύουν τη δυναμική τους. Ούτε το γκαζωμένο soundtrack (με την κλασική επιλογή Marilyn Manson προκειμένου να δοθεί έμφαση στην αγριάδα του κεντρικού ήρωα), ούτε η παρέλαση φοβερών ηθοποιών σε δεύτερους ρόλους (Γουίλεμ Νταφόου, Ιαν ΜακΣέιν, Τζον Λεγκουιζάμο) μπορούν να εμποδίσουν την αναπόφευκτη βαρεμάρα οποιουδήποτε δεν κόβει φλέβα βλέποντας και ξαναβλέποντας γεμιστήρες να αδειάζουν πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Ναι, η ταινία έχει ρυθμό, ναι, το μοντάζ κόβει και ράβει ασταμάτητα προκειμένου να σε «λαχανιάσει» με τον τρόπο τής «Αρπαγής» ίσως, αλλά θα μπορούσε άνετα κάποιος να την… τρέξει στο fast forward, κάνοντας στάσεις μόνο στις σκηνές ξεπαστρεμάτων και πάλι να έχει πάρει ό,τι καλύτερο έχει αυτή να του δώσει.

Η αίσθηση ότι ο Κιάνου Ριβς περνάει από τη μια πίστα στην άλλη, σαν σε video game, είναι αναπόφευκτη. Ούτε χαρακτήρες υπάρχουν, ούτε καν ένα στοιχειώδες δράμα, με αποτέλεσμα, από ένα σημείο και μετά, να μην δίνεις δεκάρα ποιος πεθαίνει και ποιος ζει. Οι ταινίες εκδίκησης, τουλάχιστον οι καλές, σου προκαλούν κάτι συναισθηματικά, έστω την ελάχιστη ταύτιση με τον θιγμένο ήρωα. Σε νοιάζει η υπόθεσή του ακόμα κι αν ξέρεις ότι προδιαγεγραμμένα θα δικαιωθεί, κι αυτό είναι και θέμα πρωταγωνιστή. Δυστυχώς, η μανιέρα τού Ριβς, με την ανέκφραστη φάτσα και τις περιορισμένες αντιδράσεις, αντί να υποδηλώνει κάποιον εσωτερικό κοχλασμό ηφαιστείου, παραπέμπει αθέλητα σε νύστα και ακυρώνει από νωρίς κάθε πιθανότητα συναισθηματικής εμπλοκής τού θεατή. Στο τέλος, άντε να σου μείνουν κάνα-δυο σεκάνς εμπνευσμένης κινηματογράφησης του… χαμού, που κι αυτές θα ξεθωριάσουν σε λίγες ώρες. Κι έτσι το «John Wick» λιγότερο ικανοποιεί και περισσότερο υπόσχεται: ότι – με ένα σωστό σενάριο, ενδεχομένως – οι δυο σκηνοθέτες του, στο μέλλον, πρόκειται να δώσουν κάτι το πραγματικά αξιομνημόνευτο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν ξημεροβραδιάζεσαι βλέποντας και ξαναβλέποντας σε DVD Μπρους Λι, Σταλόνε και Βαν Νταμ, ενώ παράλληλα αναφωνείς μελαγχολικά «δεν βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες», έκανες την τύχη σου! Το «John Wick» θα σε καλύψει απόλυτα. Αν πάλι εκτίμησες τις ευφάνταστες χορογραφίες ξύλου και πυροβολισμών στο «Matrix» και αδιαφόρησες για τις… αλληγορίες, εγγυημένα θα περάσεις καλά κι εδώ. Αν, όμως, έχεις ανάγκη κι από μια ενδιαφέρουσα πλοκή για να απολαύσεις τη δράση, μάλλον θα πλήξεις. Τα καλοφωτισμένα πλάνα, οι bad-ass ατάκες και κάποιες φοβερές μούρες της υποκριτικής δεν αρκούν για να προσδώσουν ουσία σε ένα φιλμ που ίσως το μόνο πράγμα που το ξεχωρίζει από ένα συναρπαστικό βιντεοπαιχνίδι είναι το γεγονός ότι… δεν σου δίνουν και joystick με την είσοδό σου στην αίθουσα.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.