X (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τάι Γουέστ
- ΚΑΣΤ: Μία Γκοθ, Τζένα Ορτέγκα, Μπρίτανι Σνόου, Κιντ Κούντι, Μάρτιν Χέντερσον, Όουεν Κάμπελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στα 1979, στην ερημιά μιας επαρχίας του Τέξας, τσούρμο wannabe film stars που αποτελείται από το καστ και το συνεργείο ενός… hardcore πορνό, νοικιάζει ένα ξεχασμένο από τη μοίρα κατάλυμα φάρμας ηλικιωμένου ζεύγους, το οποίο δεν έχει ιδέα για τα «αίσχη» που πρόκειται να λάβουν χώρα δίπλα από το σπιτικό τους. Δεν πρόκειται να πάει καθόλου καλά αυτό!
Με μια πρώτη ματιά, τούτο εδώ φέρνει σε συνδυασμό τύπου «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (1974) meets «Ξέφρενες Νύχτες» (1997). Επειδή, όμως, μιλάμε για ταινία παραγωγής (και διανομής) της αμερικανικής εταιρείας A24, περίμενα να υπάρξει μια κάποια ανατροπή, πέραν του (σαφώς) προκλητικού «περιτυλίγματος». Ουχί αδίκως…
Από ένα σκηνικό πραγματικής σφαγής, την οποία διερευνά σοκαρισμένη μια ομάδα αστυνομικών, περνάμε στο αμέσως προηγούμενο 24ωρο και παρακολουθούμε το καστ, τα μέλη ενός μικροσκοπικού συνεργείου και τον παραγωγό μιας… σκληρής τσόντας, καθώς ξεκινούν το road trip τους για τοποθεσία (κλασικά) χαμένη στη μέση του πουθενά. Βρισκόμαστε στο Τέξας του 1979, η διαδρομή μας οδηγεί σε μια απομονωμένη φάρμα, η οποία θα χρησιμοποιηθεί για τα πιο φτηνά… πεθαίνεις (#diplhs) γυρίσματα της ταινίας (μέσα στην ταινία). Όλα τα στερεότυπα είναι παρόντα (μέχρι και το βενζινάδικο – παντοπωλείο που συναντούν στο δρόμο, με τη διαφορά ότι εδώ δεν θα λάβουν ένα ασαφές, απειλητικό «μήνυμα» από ντόπιους) κι ένα τροχαίο με νταλίκα και αγελάδα (!) προσφέρει μια πρώτη δόση σκληρού gore (για ν’ ανοίγουν οι ορέξεις!).
Η «παράγκα» πλησίον της φάρμας ηλικιωμένου ζευγαριού είναι το υποσχόμενο σκηνικό για το μακελειό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει, δίπλα υπάρχει και λίμνη με bonus την ύπουλη παρουσία ενός (τουλάχιστον) κροκοδείλου και… το σεξ ξεκινά για να μας οδηγήσει (κατά κανόνα!) στην τιμωρία των αμαρτωλών που ήρθαν από την πόλη. Ο Τάι Γουέστ δείχνει να γνωρίζει καλά του κώδικες του σινεμά τρόμου και το «X» παίζει τίμια το παιχνίδι του με τον θεατή, χτίζοντας με δαιμόνιο τρόπο το σασπένς του, βασιζόμενο σε ένα αρκετά εμπνευσμένο μοντάζ (ενίοτε παράλληλης δράσης) το οποίο δεν επιδιώκει φτηνά «εφέ» τινάγματος, αλλά μια κάποια μορφή «shock value» που υποψιάζεσαι πως θα κάνει το έργο να εκτιναχτεί απότομα από κάποιο σημείο κι έπειτα, πόσω μάλλον από τη στιγμή που ο δολοφόνος δεν είναι αντιληπτός εξαρχής.
Με το που νυχτώνει, η δράση αλλάζει «level» και δόσεις ακραίας νοσηρότητας συναντούν το σερί των φονικών που έπεται, με τον Γουέστ να στήνει ένα πολυεπίπεδο πεδίο ανάγνωσης και ανάλυσης των δρώμενων, σχολιάζοντας διάφορα θέματα τα οποία δε συναντάμε εύκολα σε άλλα (εντελώς ρηχά) φιλμ τρόμου και αγώνα επιβίωσης από ανθρωπόμορφα «τέρατα». Στην κορυφή όλων, η λαγνεία της σάρκας και ο ρόλος που παίζει το γήρας σ’ αυτήν, μετατρέπουν το «X» σε μια ιδιαίτερα τολμηρή «αλληγορία» φρίκης που βασίζεται πάνω σε οπτικές της ανθρώπινης ασχήμιας (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Ο συντηρητισμός της θρησκοληψίας βλέπει το σεξ σαν κάτι το «άσχημο». Και το ίδιο το σώμα καταλήγει ν’ αποκτά την «ασχήμια» που επιφέρει επάνω του το ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Η διαχείριση αυτού του διπόλου προβληματικής προσδίδει στο φιλμ τις μεγαλύτερες εκπλήξεις, ταυτόχρονα μ’ ένα πανηγύρι αιματοκυλίσματος δίχως κανένα taboo σε σχέση με το πόσο άγριο μπορεί να «γράφει» στην οθόνη.
Ο Γουέστ διασκεδάζει και με μερικές «σινεφιλικές» (υπόγειου θράσους χιουμοριστικές!) επισημάνσεις γύρω από το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, το νόημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη δίψα για δόξα, αλλά και κάμποσα κλεισίματα του ματιού στο χιτσκοκικό «Ψυχώ» (1960), διατηρώντας λεπτές ισορροπίες με την ειρωνεία, τις αναφορές στο σεξ (αλλά και το πορνό), όσο και το splatter. Να είστε σίγουροι πως θ’ ακουστούν αρκετά γέλια (!) στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Ενόχλησης. Είναι η πιο προβλέψιμη αντίδραση από συντηρητικούς θεατές που όταν σοκάρονται πέρα από τα όριά τους, χλευάζουν επιδεικτικά μια ταινία, επιχειρώντας ν’ αποδείξουν τη «γενναιότητά» τους, τον «ανδρισμό» τους, την «ανωτερότητά» τους. Μοιάζει με αυτή την ιαχή ενός ανεγκέφαλου όχλου που δεν έχει άλλο τρόπο ν’ αντιδράσει μπροστά στους δικούς του φόβους. Και φανερώνει την ανάγκη να «λιντσάρει». Το «X» είναι ένα φιλμ που προσφέρεται για λιντσάρισμα. Από εκείνους που δεν (θα) είναι ικανοί να «δουν» τι κρύβει κάτω από τις εικόνες του.