ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΡΙΑ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ ΑΝΑΖΗΤΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΟ ΑΤΟΜΟ (2023)
(VAMPIRE HUMANISTE CHERCHE SUICIDAIRE CONSENTANT)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αριάν Λουί-Σεζ
- ΚΑΣΤ: Σαρά Μονπετί, Φελίξ-Αντουάν Μπενάρ, Στιβ Λαπλάντ, Σοφί Καντιέ, Νοεμί Ο'Φάρελ, Μαρί Μπρασάρ, Γκαμπριέλ-Αντουάν Ρουά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η Σάσα, θυγατέρα οικογένειας βρικολάκων, από μικρή είχε ψυχολογικά προβλήματα σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο επρόκειτο ν’ αναζητά την τροφή της (σκοτώνοντας ανθρώπους) στο μέλλον. Μεγαλώνοντας, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εμπόλεμη κόντρα με τους δικούς της γι’ αυτό, όμως, η γνωριμία της μ’ ένα αυτοκτονικό νεαρό αγόρι εμφανίζει ξαφνικά θετικές προοπτικές.
Μια ενδιαφέρουσα απόπειρα ανανεωτικής πρότασης στο πλαίσιο των φιλμ που πραγματεύονται τον βαμπιρικό μύθο, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Καναδής Αριάν Λουί-Σεζ περιέχει μερικές θαυμάσιες ιδέες, αλλά παγιδεύεται μέσα στην αμηχανία και την ατολμία ενός πρωτόλειου που πρωτίστως στόχευε να κάνει την περατζάδα του σε φεστιβαλικές διοργανώσεις, παρά να υπηρετήσει πιστά το genre.
Στις σεκάνς όπου δίπλα στην ηρωίδα βρίσκεται σύσσωμο το σόι της (με μια απολαυστική θεία ηλικίας… εκατοντάδων ετών), η Λουί-Σεζ συναντά έναν ωραίο χιουμοριστικό τόνο που φέρνει στον νου τις πρώτες δουλειές των Ζαν-Πιερ Ζενέ και Μαρκ Καρό. Παρά τον επίσης αστείο προσανατολισμό του τίτλου, όμως, το «Ανθρωπίστρια Βρικόλακας Αναζητά Αυτοκτονικό Άτομο» συμπεριφέρεται μάλλον… ενοχικά απέναντι σ’ αυτή την κατεύθυνση, όσο παράδοξη κι αν (όντως) είναι η πλοκή του. Από την άλλη, ούτε και στα πολύ σοβαρά ενός teen angst καταστασιακού παίρνει τον εαυτό του και βρίσκει ιδανική ταύτιση (βλέπε, για παράδειγμα, τι είχε κάνει με το λυκανθρωπικό «Ginger Snaps» ο Τζον Φόσετ το 2000). Μένει το ρομαντικό στοιχείο, με τη νεαρή Σάσα να νιώθει (και) μια ερωτική έλξη προς τον (ενδεχομένως παρθένο, αν και ατυχώς δεν θίγεται) Πολ, η οποία θυμίζει τις αστοχίες του «Αγάπησα Ένα Ζόμπι» (2013). Κι όλα αυτά σε μια σχεδόν PG-13 διάθεσης εικονογράφηση που φοβάται να μπήξει τα δόντια της στη σάρκα του βαμπιρικού θέματος, όπως η ηρωίδα που ξεζουμίζει με απόλαυση σακουλάκια με αίμα, αλλά δεν τολμά να την «πέσει» σε ζωντανό θήραμα, ακόμη κι όταν το στομάχι της ηχεί θεαματικά στο sound design.
Δίχως την ευρηματικότητα μιας λυρικής προσέγγισης αθωότητας (τύπου «Άσε το Κακό να Μπει»), η Λουί-Σεζ αποφασίζει πως οι δύο «εραστές» του φιλμ μοιάζουν περισσότερο με… ιδανικούς αυτόχειρες (αυτό δηλώνει η επιθυμία της Σάσα, να παρακολουθήσει το ξημέρωμα μιας νέας μέρας – που μονάχα η τελευταία της θα μπορούσε να είναι…), με το τελευταίο μέρος της ταινίας ν’ αφιερώνεται περισσότερο στην εκπλήρωση των επιθυμιών του μελλοθάνατου Πολ, οι οποίες αποτελούν μονάχα «παιδιάστικες» ασκήσεις θάρρους απέναντι σε όσους του έκαναν bullying ή τον φθονούσαν στο σχολείο.
Είναι κρίμα, γιατί υπάρχει (φευγαλέα) μια κάποια ευαισθησία (όπως κυρίως στη σκηνή με το πικάπ που παίζει το «Emotions» με την Μπρέντα Λι) και κάπου κοντά στην τελευταία πράξη η Λουί-Σεζ αισθάνεται την ανάγκη μιας ανατροπής (που έρχεται πολύ αργά, έστω με την επανεμφάνιση του σογιού), η οποία αυτο-ακυρώνεται μ’ ένα φινάλε σχεδόν… ανθρωπιστικό και πραγματικά άκυρα διδακτικό. Οποία ειρωνεία!