ΙΛΙΓΓΙΩΔΗΣ ΕΡΩΤΑΣ (1993)
(TRUE ROMANCE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόνι Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Σλέιτερ, Πατρίσια Αρκέτ, Ντένις Χόπερ, Βαλ Κίλμερ, Γκάρι Όλντμαν, Μπραντ Πιτ, Κρίστοφερ Γουόκεν, Μπρόνσον Πίντσοτ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μάικλ Ράπαπορτ, Σολ Ρούμπινεκ, Τζέιμς Γκαντολφίνι, Κρις Πεν, Τομ Σάιζμορ, Κέβιν Κόριγκαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΕΛΚΕ
Popcorn βία, χύμα διάλογοι, μισή ντουζίνα cult αστέρων σε cameo εμφανίσεις και, πάνω απ’ όλα, αρκετός χρόνος για να τρέχετε στην τουαλέτα χωρίς να έχετε τύψεις πως χάνετε κάτι…
Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζουμε μια ταινία που δεν απευθύνεται σε σας… Χάλια. Αλλαγή εισαγωγής. Αγαπητά κωλόπαιδα, ανεξαρτήτως φύλου, αυτή η τριπαρισμένη ταινία φτιάχτηκε για σας. Καταναλώστε! Μιλάμε για: την τελευταία ταινία του Τόνι Σκοτ, ναι, του αδελφού του Ρίντλεϊ που είχε κάνει εκείνο το «Blade Runner» (1982), που το ‘χετε δει εκατό φορές σ’ ένα σωρό διαφορετικές εκδόσεις και ακόμα δεν έχετε βγάλει άκρη για το τι διάολο ήθελε να πει. Don’t panic, ο Τόνι είναι «δικός σας». Θυμάστε εκείνο το σπινταρισμένο «Top Gun» (1986); Δικό του ήταν. Ναι, εντάξει, εφηβικές αμαρτίες, αλλά το zapping παγώνει όποτε το πετυχαίνετε στην τηλεόραση. Τώρα, λοιπόν, που η αδρεναλίνη σας φτύνει ανεξαρτησία και επαναστατικότητα, ο Τόνι έχει για σας το κατάλληλο «χάπι». Και ξέρετε ποιον έχει μαζί του για να σας το πασάρει ακόμα καλύτερα; Τον Κουέντιν Ταραντίνο! Αυτήν τη φατσάρα που «έγραψε» εκείνο το γαμώ-το-ΜΤV-σας ultra violent «Γεννημένοι Δολοφόνοι» (1994). Αυτός ο τυπάς που έχει κάνει το «Reservoir Dogs» (1992) και το «Pulp Fiction» (1994), που λέτε, έχει γράψει κι αυτό εδώ το οποίο ήταν το πρώτο του σενάριο, έξι χρόνια πιο παλιό.
Σύνοψη. Ο Κλάρενς, movie junkie που δουλεύει σ’ ένα comic shορ στο Ντιτρόιτ, κρατάει για πάρτη του το καλόκαρδο πουτανάκι Αλαμπάμα, αφού έχει στείλει τον νταβατζή της στο διάολο. Cool λεπτομέρεια. Ο Κλάρενς, αντί να πάρει το βαλιτσάκι με τα σωβρακάκια της Αλαμπάμα, παίρνει ένα βαλιτσάκι full στην κόκα! Νο problemo. Το ευτυχές ζεύγος, με μια ροζ Cadillac, παίρνει τους δρόμους για L.A., βρίσκει έναν παραγωγό (στιλ Τζόελ Σίλβερ) που ενδιαφέρεται για το «πακέτο» και λέει να την κάνει για Μεξικό. Παρένθεση στο σκηνικό, κάτι μαφιόζοι που ψάχνουν το βαλιτσάκι τους, και αυτοί οι κωλομπάτσοι που σε κάθε ταινία χαλάνε τη φάση με τα drugs…
Απ’ ό,τι βλέπω, οι πιτσιρικάδες κάνουν ουρά στα ταμεία. Μεταξύ μας, τώρα… Σε αντίθεση με το «νόθο» στόρι των «Γεννημένων Δολοφόνων», η μεταφορά αυτού του σεναρίου στην οθόνη έχει αναγνωριστεί από το νόμιμο πατέρα του, κύριο Ταραντίνο. Παραδόξως, βρέθηκε σύμφωνος ακόμα και με τη σκηνοθεσία του Τόνι Σκοτ. Εμείς, όμως, δε θα πάρουμε. Προσωπικά, δε δίνω δεκάρα για το πόσο βίαιη είναι μια ταινία και ούτε πρόκειται ν’ ασχοληθώ με τις ρατσιστικές νύξεις του σεναρίου. Βλέπετε, αυτή η ταινία δεν μπορεί να βλάψει κανέναν και αν κάποιος ενοχληθεί στα σοβαρά απ’ αυτά που θα δει, έχει τη «βλάβη» μέσα του. Με τις καλύτερες προθέσεις, ο «Ιλιγγιώδης Έρωτας» βλέπεται σαν μια προβλέψιμη ανθολογία σκηνών δράσης, με ναρκωτικά, όπλα και σεξ, controversial συστατικά που δεν πρέπει να λείπουν από καμία καλή χολιγουντιανή «συνταγή».
Σε συνεντεύξεις του, ο Σκοτ υπερηφανευόταν γι’ αυτή την ταινία σαν την καλύτερη δουλειά του και την πρώτη με αξιοπρεπείς χαρακτήρες. Επιτρέψτε μου να γελάσω, αλλά και να βγάλω το καπέλο στον κύριο Ταραντίνο. Κάνοντας μια πρόχειρη σύγκριση αυτής της ταινίας με τις δύο προσωπικές του, μπορείς να ξεχωρίσεις τις αρετές του – που ξεπερνούν τις σεναριακές cult αναφορές και τη δαιδαλώδη αφήγηση. Ο Ταραντίνο ξέρει (και) να καθοδηγεί τους ηθοποιούς του σε ερμηνείες που κόβουν την ανάσα, ακόμα και όταν οι χαρακτήρες του μαστίζονται από αβάσταχτη ελαφρότητα (όπως εδώ). Ο Σκοτ, όμως, δε γνωρίζει τι σημαίνει ηθοποιός. Ξέρει μόνο να πουλάει εικόνα και χαβαλέ σε θεατές που, πριν μπουν στην αίθουσα, περνάνε από το bar για junk κατανάλωση. Kids’ stuff για τα 90’s, δηλαδή, και χωρίς επίδειξη ταυτότητας στο ταμείο…