ΤΡΙΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: Η ΜΠΛΕ ΤΑΙΝΙΑ (1993)
(TROIS COULEURS: BLEU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κριστόφ Κισλόφσκι
- ΚΑΣΤ: Ζιλέτ Μπινός, Μπενουά Ρεζάν, Φλοράνς Περνέλ, Σαρλότ Ρεβί, Φιλίπ Βολτέρ, Εμανουέλ Ριβά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Χαροκαμένη σύζυγος και μητέρα αναζητά γιατρειά στο αβάσταχτο πένθος της, επιχειρώντας να θάψει οτιδήποτε σχετίζεται με το παρελθόν της. Το μουσικό έργο που ο άντρας της άφησε πίσω του ανολοκλήρωτο, όμως, όλο και της το(ν) θυμίζει.
Όταν στο κείμενο για την «Κόκκινη Ταινία» έκανα σύντομη αναφορά στα ιδανικά της τριλογίας των χρωμάτων (liberté, égalité, fraternité), σε συνάρτηση με το γκρέμισμα των συνόρων των χωρών της Ευρώπης και τον αέρα αισιοδοξίας που όλο αυτό απέπνεε, ειλικρινά δεν θυμόμουν την πολύ σημαντική λεπτομέρεια που διαπερνά τη ραχοκοκαλιά τούτης την εναρκτήριας tricolore ταινίας του Κριστόφ Κισλόφσκι. Στην από τηλεοράσεως αναγγελία του θανάτου του διάσημου μουσικοσυνθέτη συζύγου της Ζουλί, αναφέρεται πως ο μακαρίτης είχε αναλάβει τη σύνθεση του ύμνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έργο το οποίο θα παιζόταν ταυτόχρονα από τις συμφωνικές ορχήστρες των δώδεκα (τότε) χωρών μελών στις αντίστοιχες πρωτεύουσές τους, στο πλαίσιο των πανηγυρικών εκδηλώσεων για την επικείμενη, ουσιαστική πλέον ένωσή τους. Ομολογώ πως στο άκουσμα της «είδησης», ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου. Μαζί, σφηνώθηκε στο μυαλό μου και μία απορία. Άραγε, ποια θα ήταν σήμερα η γνώμη του ίδιου του Κισλόφσκι για την «Μπλε Ταινία», συγκρίνοντας το όραμα και τις ελπίδες που (δικαίως) έφερνε την εποχή εκείνη η προ των πυλών «ελευθερία» στην Ευρώπη, με τη σημερινή κατάληξή της; Θα συμφωνούσε ότι το πολυαγαπημένο «Μπλε» έχει (δυστυχώς!) ξεθωριάσει, μιας και αλλού η ζωή μας έδειχνε πως θα πήγαινε κι αλλού εν τέλει πήγε ή μήπως ακόμα υπάρχει ελπίδα;
Η έννοια της ελευθερίας έχει διττή σημασία στην ταινία. Δεν αφορά μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κυρίως την κεντρική ηρωίδα της Ζουλί, η οποία έπειτα από το αυτοκινητικό δυστύχημα (εξαιτίας του οποίου σύζυγος και κόρη έχασαν τις ζωές τους) προσπαθεί με κάθε τρόπο να «ελευθερωθεί» από τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Για τον λόγο αυτό πετάει την ανολοκλήρωτη παρτιτούρα του διεθνούς φήμης συνθέτη άντρα της και βάζει προς πώληση το σπίτι τους στην εξοχή, μετακομίζοντας στο πολύβουο Παρίσι, με την ελπίδα να «χαθεί» μέσα στο άγνωστο πλήθος. Η προσπάθειά της δεν δείχνει να έχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε, αφού αφενός συνειδητοποιεί την ανάγκη να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, αφετέρου, κατά έναν μαγικό τρόπο, παντού ακούει ήχους που της θυμίζουν την ημιτελή δουλειά του συζύγου της. Η πίεση που της ασκείται από συνεργάτη εκείνου, ώστε να ολοκληρώσουν από κοινού την μουσική συμφωνία που ο θάνατος δεν τον άφησε να τελειώσει, την κάνει ν’ αναζητήσει την «ελευθερία» μέσω ενός διαφορετικού της αποξένωσης δρόμου. Η Ζουλί επιλέγει την οδό της μουσικής, ώστε να επουλώσει τις πληγές της.
Ο Κισλόφσκι αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που με αφορμή μια προσωπική τραγωδία ουσιαστικά αρνείται να συμμετέχει στην κοινωνική καθημερινότητα, μ’ έναν τρόπο που συχνά μοιάζει σαν ν’ αρνείται και από τον θεατή την δική του συμμετοχή στην πλοκή. Είναι ψυχρός και απόμακρος ο φακός του Πολωνού σκηνοθέτη, επιμένοντας να ποντάρει στους αφηρημένους και επαναλαμβανόμενους (κατά τις συνήθειές του) συμβολισμούς, παρά στη δύναμη της σεναριακής αφήγησης. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι πως η περιπλάνηση της κεντρικής ηρωίδας στον κόσμο της μόνιμης θλίψης δεν εμπλουτίζεται με υποπλοκές ικανές να στηρίξουν την διάρκεια του φιλμ ή, όταν αυτό συμβαίνει, κάπου μοιάζουν ανολοκλήρωτες. Η σχέση που αναπτύσσει με την εξώλης και προώλης γειτόνισσά της, αν και φαίνεται ενδιαφέρουσα σαν σύλληψη (έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού την έννοια της liberté, σε… κάθε της μορφή), δεν οδηγεί πουθενά. Από τη άλλη, η προσπάθεια της Ζουλί να βρει την ελευθερία της μέσω της «διαγραφής» των αναμνήσεών της, κλιμακώνεται ύπουλα, καταδεικνύοντας το απραγματοποίητο της επιθυμίας της. Η επίσκεψη στον οίκο ευγηρίας όπου ζει η πάσχουσα από Alzheimer μητέρα της, υποδηλώνει σαφέστατα πως η απώλεια μνήμης δεν οδηγεί στην επιδιωκόμενη απελευθέρωση, αλλά μάλλον σε ενός είδους εγκλεισμό, απ’ όπου επιστροφή δεν υπάρχει. Διόλου τυχαία, η λύτρωση για την Ζουλί θα έρθει όχι μόνο μέσω της μουσικής, αλλά μέσω της εκ νέου ανάγνωσης του παρελθόντος της. Οι μνήμες δεν μας κρατούν απλά ζωντανούς, αλλά δίνουν πνοή για το μέλλον. Κερδίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η ελευθερία; Ίσως. Το «αστείο» της υπόθεσης, πάντως, είναι πως ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που η Ζουλί αναλαμβάνει να ολοκληρώσει για λογαριασμό του αποθανόντος συζύγου της, είναι χαρακτηριστικά… πένθιμος. Σχεδόν νεκρικός. Ν’ αποτελούσε αυτό, άραγε, έναν ακόμη συμβολισμό από μεριάς Κισλόφσκι;