ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ (2022)
(THREE THOUSAND YEARS OF LONGING)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Ρομάντζο Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζορτζ Μίλερ
- ΚΑΣΤ: Τίλντα Σουίντον, Ίντρις Έλμπα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Μονόχνωτη ακαδημαϊκός, δίχως ίχνος προσωπικής ζωής, ταξιδεύει για ένα συνέδριο στην Ιστανμπούλ, αγοράζει άθελά της ένα διακοσμητικό που μέσα του κρύβει ένα μαγικό τζίνι και για να του χαρίσει την ελευθερία του, πρέπει να του ζητήσει να τις ικανοποιήσει τρεις ευχές. Έλα, όμως, που εκείνη το ερωτεύεται!
Εδώ έχουμε ένα ενδιαφέρον πείραμα του θαυμάσιου οραματιστή Τζορτζ Μίλερ, το οποίο κινείται σε δύο (αρκετά διαφορετικούς) άξονες και κάπου χάνει τον προσανατολισμό του, δίχως όμως να ηττάται συνολικά, καθώς η ασυνήθιστη μαγεία του το κάνει να ξεχωρίζει από τις περισσότερες κινηματογραφικές παραγωγές του σήμερα. Πώς να «αναμετρηθούν» μεταξύ τους, όμως, η παραμυθένια αφήγηση του φανταστικού μύθου με τη συναισθηματική αλήθεια της ύπαρξης (#diplhs) του έρωτα;
Ανέραστη (ενδεχομένως κι από πένθος ανδρός που αγάπησε στο παρελθόν, απεβίωσε και κατέληξε να γίνει μια ανάμνηση πικρή, με ότι τον θυμίζει κλεισμένο σ’ ένα κουτί στο υπόγειο της κατοικίας της) και διόλου θελκτική Βρετανίδα ακαδημαϊκός καταφθάνει στην Ιστανμπούλ για να συμμετάσχει σε επιστημονικό συνέδριο, στη διάρκεια του οποίου φαντασιώνει την παρουσία μυστηριώδους μορφής από μακρινό πολιτισμό που φαίνεται να μη συμμερίζεται τις απόψεις της. Θα λιποθυμήσει, θα ξανανιώσει με μια βόλτα στην πόλη, θα αγοράσει ένα διακοσμητικό από ένα παλαιοπωλείο και όταν θα δοκιμάσει να το καθαρίσει λίγο καλύτερα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της, θα απελευθερώσει ένα τζίνι που θα την παρακαλέσει να του προσφέρει την ελευθερία του, ικανοποιώντας της τρεις ευχές.
Το ν’ ακούς την Τίλντα Σουίντον και τον Ίντρις Έλμπα να μιλάνε… αρχαία ελληνικά είναι αρκούντως σουρεαλιστικό, πριν καν το τζίνι που υποδύεται εκείνος να ξεκινήσει την αφήγηση της κακοτυχίας του στα χέρια προηγούμενων «ιδιοκτητών» του, οι οποίοι το καταδίκασαν σε μακρές περιόδους αιχμαλωσίας, πάντοτε με ερωτικές αφορμές που ποικίλουν από ιστορία σε ιστορία, δίπλα στη δυσπιστία εκείνης (με το όνομα Αλήθεια, παρακαλώ!) για τα λεγόμενά του, όσο και την ανησυχία της παραπλάνησης από το τζίνι εις βάρος της. Σταδιακά, όμως, η σαγήνη της παρουσίας του τζίνι, σε συνδυασμό με τις παραμυθένιες (και οπτικοποιημένες για εμάς) διηγήσεις του, «σπάνε» την αποστειρωμένη ψυχή εκείνης, για να καταλήξει να το ερωτεύεται με τόσο πάθος, ώστε να θέλει να το πάρει μαζί της στο Λονδίνο και να ζήσουν μαζί σαν ζευγάρι!
Κάπου ανάμεσα στο νόημα και τη σημασία της αφήγησης στην καθημερινότητα του ανθρώπινου είδους, αλλά και το ρίσκο της «κατρακύλας» στην ερωτική επιθυμία ψυχή τε και σώματι, ο Μίλερ χάνει λίγο το μπούσουλα της δικής του ταινίας, προσπαθώντας να μας πείσει ότι τα πάντα στη ζωή, ειπωμένα με τον πιο συναρπαστικό τρόπο ή και εντελώς άστοχα, έως και αποτυχημένα, αποτελούν ένα θαυμαστό σύνολο του βίου μας, που αξίζει να μην έχουμε… χάσει. Μέχρι να χαθούμε κι εμείς στην αιωνιότητα μιας άγνωστης συμπαντικής ενέργειας. Υπάρχουν θαυμαστές στιγμές οπτικής χάρης στο «Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής», όμως, μα την… αλήθεια, ομολογώ πως κατά τη διάρκεια της θέασης τούτης της ταινίας του Μίλερ δυσκολευόμουν να μη φέρνω στο νου το αντίστοιχων ιδεών και έμπνευσης «The Fall» (2008) του Ταρσέμ, ένα εικαστικό όργιο φυσικού κάλλους με εικόνες που αποτυπώνονταν στη μνήμη σου για πάντα (εγκληματικά είχε μείνει εκτός διανομής στη χώρα μας, αν και εμπορικά δεν θα είχε τύχη). Αυτή η «τρικλοποδιά» της μνήμης στάθηκε εμπόδιο στην πλήρη απόλαυση τούτου του φιλμικού ρίσκου του Μίλερ, μαζί με ένα μάλλον αχρείαστο δεύτερο φινάλε που σχεδόν εκβιάζει προς το happy end (έστω και μέσα στην παραδοξότητά του). Η μαγεία δεν υπάρχει μονάχα όταν το τέλος σου επιτρέπει να ελπίζεις, όμως…