ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ (2014)
(THIRD PERSON)
- ΕΙΔΟΣ: Ερωτικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Χάγκις
- ΚΑΣΤ: Λίαμ Νίσον, Ολίβια Γουάιλντ, Έιντριαν Μπρόντι, Μοράν Ατιάς, Μίλα Κούνις, Τζέιμς Φράνκο, Κιμ Μπέισινγκερ, Μαρία Μπέλο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Παρίσι, Ρώμη, Νέα Υόρκη. Τρεις εμβληματικές μητροπόλεις στεγάζουν τρεις περίπλοκες, οδυνηρές ιστορίες αγάπης και ανθρώπινων σχέσεων, που περιστρέφονται γύρω από την – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – απώλεια ενός παιδιού και, με ένα μυστήριο, ανεξήγητο τρόπο, μπλέκονται μεταξύ τους.
Ο ανέκαθεν και πάντα γραφιάς, Πολ Χάγκις, δε με έπεισε ποτέ ως σκηνοθέτης. Ούτε το οσκαρούχο «Crash» που υπερίσχυσε του δια χειρός Ανγκ Λι «Το Μυστικό του Brokeback Mountain», ούτε το «Στην Κοιλάδα του Ηλά» (που επίσης έφτασε μέχρι τα Όσκαρ χάρη στη βουβά εκκωφαντική ερμηνεία τού Τόμι Λι Τζόουνς), ούτε η – βιαστική διασκευή τής σαφώς πιο συναρπαστικής γαλλικής ταινίας «Pour Elle» – «Οι Επόμενες Τρεις Μέρες» άφησαν ιδιαίτερα ίχνη στο θυμικό μου. Αντίθετα, ως σεναριογράφος μόνο (όπως ξεκίνησε από τη μικρή οθόνη και τα ιστορικά «thirtysomething», «L.A. Law», αλλά και το – πιο αμερικανιά δε γίνεται – «Walker, Texas Ranger», με τον Τσακ Νόρις!), σκηνοθετημένος από κάποιον άλλο, με έχει δύο φορές, αναπάντεχα ταξιδέψει: με τα «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα» του Κλιντ Ίστγουντ και το «Casino Royale» του Μάρτιν Κάμπελ.
Νομίζω πως το πρόβλημα είναι η αδυναμία του να ελέγξει ή να συγκρατήσει τον εαυτό του. Να ξέρει πότε, πώς και πού να βάλει τελεία. Και επειδή, αν και αποδεικνύεται συστηματικά ικανότατος διευθυντής των ηθοποιών του, η ματιά του δε διαθέτει ξεκάθαρο ή εύστοχο προσωπικό στίγμα (για να αναδείξει τα προτερήματα, να εξομαλύνει τις κακοτοπιές και, κυρίως, να κατευνάσει τις υπερβολές / τραβηγμένες από τα μαλλιά συμπτώσεις ή τραγωδίες* τού σεναρίου του), συχνά-πυκνά οι ταινίες του φαντάζουν επιτηδευμένα πολύπλοκες, εκβιαστικά συγκινητικές και εξόφθαλμα, ενοχλητικά δημαγωγικές.
Αυτή τη φορά, όμως, ξεπερνάει τον εαυτό του. Προς το χειρότερο. Καταρχήν, ούτε από Παρίσι, ούτε από Νέα Υόρκη, ούτε από Ρώμη ειδικά και Ιταλία γενικότερα καταλαβαίνεις. Και οι τρεις περίφημες πόλεις μοιάζουν… ντουμπλαρισμένες: μένεις εντελώς με την εντύπωση πως η ταινία δε γυρίστηκε εκεί, αλλά σε μεριές, γωνιές, δρόμους και – κυρίως – δωμάτια ξενοδοχείων άλλων τόπων που απλά συγγενεύουν εμφανισιακά με αυτές. Οπότε… αποχαιρέτα το suspension of disbelief που ξέρεις. Ωστόσο, χάρη κυρίως στην εκλεκτή ομάδα των ηθοποιών του (με καλύτερο τον άτυχο στις επιλογές του και παραγνωρισμένο μετά το Όσκαρ για τον «Πιανίστα», Μπρόντι), κάθε μια από τις τρεις ιστορίες έχει κάτι να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Θέλεις να μάθεις τι κάνει την κοσμικογράφο, φερέλπιδα συγγραφέα Άννα / Γουάιλντ να φέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα, παιδιάστικα, «ήξεις, αφήξεις» στον σιτεμένο συγγραφέα εραστή της Μάικλ / Νίσον, που άφησε την καταρρακωμένη (;), πρώην (;)** γυναίκα του, Ιλέιν / Μπέισινγκερ στην Αμερική και κλείστηκε σε ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι (;) για να τελειώσει το τελευταίο του βιβλίο.
Αναρωτιέσαι αν, τελικά, η πρώην star σαπουνόπερας Τζούλια / Κούνις κακοποίησε το παιδί της, αναγκασμένη να δουλεύει πλέον ως καμαριέρα στη Νέα Υόρκη (;) για να αντεπεξέλθει στα έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον αυταρχικό (;) πρώην σύζυγό της (;), διάσημο καλλιτέχνη, Ρικ / Φράνκο, για την επιμέλεια του παιδιού τους (;). Και κάνεις χάζι την ίντριγκα στην οποία μπλέκει ο κλέφτης ιταλικών πατρόν, Αμερικάνος επιχειρηματίας Σκοτ / Μπρόντι, καθώς δοκιμάζει να βοηθήσει την απεγνωσμένη (;), όμορφη τσιγγάνα Μόνικα / Ατιάς που συναντά σε ένα… κλάφ’ τα Χαράλαμπε bar της Ρώμης (;) να ξανασμίξει με την κόρη της (;). Αρχικά τουλάχιστον, και ώς ένα σημείο. Γιατί μετά αρχίζεις να κουράζεσαι, αφού η ταινία, πάει, πάει, πάει, καθώς ήρωες μιλούν, συζητούν, αγαπιούνται, μισιούνται, φιλιούνται, αγκαλιάζονται, τσακώνονται μπλέκονται, ξεμπλέκονται και μπλέκονται, ξανά μανά, και πάλι από την αρχή. Και καθώς τα λεπτά κυλούν βασανιστικά αργά, λες άντε, τουλάχιστον, να δούμε πού θα το πάει στο τέλος. Έλα, όμως, που δεν το πάει πουθενά στο τέλος! Γιατί η ταινία εκτροχιάζεται απότομα από τις γραμμές του ρεαλισμού, για να γίνει μια σπουδή τού τι εστί να είσαι συγγραφέας, μπερδεύοντας ακαταλαβίστικα την πραγματικότητα με τη φαντασία, μην απαντώντας ουσιαστικά σε κανένα από τα ερωτήματα που έθεσε προηγουμένως. Δε λύνεις καλύτερα κανένα… sudoku;
* Ενδεικτικά: το πιστόλι που (ακούσια) ρίχνει άσφαιρα και δε χρίζει παιδοκτόνο τον Ιρανό μετανάστη, ή το σώσιμο από φλεγόμενο αυτοκίνητο της αφροαμερικανής Κριστίνα από τον αστυνομικό που προηγουμένως την είχε εξευτελίσει ρατσιστικά στο «Crash», η απότομη, βίαιη, αβάσταχτα τραγική και ζοφερή ανατροπή στο δεύτερο μισό τού «Million Dollar Baby», ή, εδώ, στο «Τρίτο Πρόσωπο», το ανόητο και προσβλητικό για τους Ιταλούς (που καλά θα κάνουν να του κατεβάσουν καντήλες) χιουμοριστικό επεισόδιο με τη γυναικεία τσάντα – βόμβα, ή το χαρτί με την οδό και το τηλέφωνο που πετάει η Άννα / Γουάιλντ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της στο Παρίσι και βρίσκει η Τζούλια / Κούνις στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τής Νέας Υόρκης που μπαίνει να καθαρίσει.
** Τα ερωτηματικά δεν τα θέτω τόσο εγώ, όσο ο ίδιος ο Χάγκις, σταδιακά, στην εξέλιξη της ταινίας του.