FreeCinema

Follow us

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ (1963)

(THE SERVANT)

  • ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόζεφ Λόουζι
  • ΚΑΣΤ: Ντερκ Μπόγκαρντ, Τζέιμς Φοξ, Σάρα Μάιλς, Γουέντι Κρέιγκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Νεαρός γόνος αριστοκρατικής οικογένειας προσλαμβάνει έναν λιγομίλητο κι έμπειρο υπηρέτη / butler. Η μνηστή του νεαρού βλέπει τον υπηρέτη με καχυποψία – και δεν κάνει λάθος, καθώς η σχέση αφεντικού / υπηρέτη παίρνει γρήγορα αναπάντεχες στροφές…

Η κλασική πλέον ταινία του νεότερου βρετανικού σινεμά βασίστηκε στη νουβέλα του Ρόμπιν Μομ, όμως στην κινηματογραφική της εκδοχή είναι ξεκάθαρα η ματιά του σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι και η πένα του σεναριογράφου Χάρολντ Πίντερ που έχουν τον κύριο λόγο.

Ήδη καταξιωμένος ως θεατρικός συγγραφέας, ο Πίντερ αναλαμβάνει εδώ τη διασκευή της ιστορίας του Μομ και εγχέει το δικό του απαράμιλλο ύφος, σε ιδανική συνεργασία με τον Λόουζι. Η παράξενη ιστορία, του νεαρού αριστοκράτη Τόνι που προσλαμβάνει τον άψογο (στα χαρτιά, τουλάχιστον) Χιούγκο Μπάρετ για υπηρέτη του και καταλήγει άβουλο υποχείριό του, αποτελεί την καταλληλότερη βασική ύλη για να «παίξουν» σεναριογράφος και σκηνοθέτης, δημιουργώντας ένα σχεδόν συμβολικό αλλά στιγμιαία καίριο – για την τότε χρονική περίοδο αλλά και πέραν αυτής – έργο, για το τέλος μιας εποχής σε κοινωνικό κατά βάση επίπεδο, και το θολό, ακαθόριστο status quo που αφήνει πίσω της.

Οι σιωπές που εκφράζουν περισσότερα απ’ ό,τι τα λόγια και η κλειστοφοβική θεατρικότητα με τις εναλλαγές εξουσίας, ιεραρχίας και ταυτότητας των δυο αρσενικών πρωταγωνιστών, καθώς φτάνουν σταδιακά στα όρια της τρέλας, είναι σήματα κατατεθέντα του Πίντερ, όπως και ο βασικός χαρακτήρας που ξεκινά αινιγματικός και λιγομίλητος και σιγά-σιγά διαφαίνεται όλο και πιο απειλητικός, καθώς ξεφλουδίζει τις πολλαπλές κι εναλλασσόμενες μάσκες του. Ο Ντερκ Μπόγκαρντ, από τους κορυφαίους ηθοποιούς της βρετανικής κινηματογραφικής ιστορίας, είναι αψεγάδιαστος στον ρόλο τού αμείλικτου Μπάρετ που ξεκινά χαμηλότονος, με άψογη, εκλεπτυσμένη προφορά, και καταλήγει αυθάδης και ξεδιάντροπα άξεστος με την αυθεντική του προφορά, αυτήν της εργατικής τάξης της Βόρειας Αγγλίας, συντροφιά με τη Βέρα, την κοπέλα που παρουσιάζει ως αδελφή του, το νυμφίδιο / δόλωμα του σχεδίου του. Ταυτόχρονα, και στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Τζέιμς Φοξ ξεκινά ως κλασικός αλαζονικός Άγγλος αριστοκρατικής καταγωγής, άμεσος απόγονος της πρόσφατα παρηκμασμένης βρετανικής αποικιοκρατίας, και καταλήγει ένα ψυχολογικό ράκος, ηθικά και σωματικά κατεστραμμένος από την απατεωνίστικη συνωμοσία δυο μελών της εργατικής τάξης του βιομηχανικού βρετανικού Βορρά, προσδίδοντας άψογα στον χαρακτήρα του την «ύβρη» του σνομπισμού του αλλά ταυτόχρονα και την αγορίστικη ευαισθησία ενός προνομιούχου νεαρού που μέχρι τούδε ζούσε στην πολυτελή του «φούσκα».

Ο Λόουζι χρησιμοποιεί κι εκείνος τα δικά του σκηνοθετικά χαρακτηριστικά, το αυστηρό, κατά καιρούς συναισθηματικά «στεγνό» ύφος παρακολούθησης των προσώπων και το μηδαμινό χιούμορ, σε συνδυασμό με το σενάριο του Πίντερ που σφύζει από άγρια, ανελέητη αλλά χιουμοριστικά ανέκφραστη σάτιρα, για να μελετήσει τη μεγάλη πτώση των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων και τον επιθανάτιο ρόγχο της βρετανικής αυτοκρατορίας εκείνη την καθοριστική περίοδο, για την κοινωνία αλλά αναπόφευκτα και για το σινεμά των 50’s – 60’s, όταν τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά κινήματα του angry young man και του free cinema με τα kitchen sink dramas (όρος που δημιουργήθηκε για να επισημάνει πως επίκεντρό τους ήταν τα λαϊκά στρώματα) εστίαζαν στη νέα, μεταπολεμική, μετα-αποικιοκρατική γενιά της εργατικής και μικροαστικής τάξης η οποία «ξεσηκώθηκε» ώστε να διεκδικήσει τη θέση της στην κοινωνία, στην Ιστορία, στο σινεμά. «Ο Υπηρέτης» δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το νέο βρετανικό κινηματογραφικό ρεύμα, όμως ο Αμερικανός Λόουζι, θύμα του μακαρθισμού και αυτοεξόριστος στη Βρετανία, μοιάζει να απολαμβάνει τη σκηνοθεσία αυτού του σχεδόν εκκεντρικού έργου που βρίθει συμβολισμών και ηθικο-κοινωνικών μηνυμάτων, χρησιμοποιώντας και ο ίδιος οπτικούς συμβολισμούς, όπως την επαναλαμβανόμενη παρουσία καθρεπτών (ποιο προσωπείο αντικατοπτρίζεται άραγε κάθε φορά;) αλλά και την ξεκάθαρα σατιρική χρήση σουρεαλιστικών tableaux vivants σε σκηνές με μέλη της αριστοκρατικής / μεγαλοαστικής τάξης.

Αφηγηματικά περίπλοκη και κινηματογραφικά προκλητική (με όλες τις σημασίες της λέξης), πρόκειται για μια ταινία που επάξια συναρπάζει ακόμα και τώρα, περισσότερο από μισόν αιώνα μετά τη δημιουργία της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Για τους μη μυημένους στο πιντερικό ύφος αφήγησης και την αυστηρή κινηματογραφική ματιά του Λόουζι, θα είναι μάλλον δύσκολη η θέαση, αλλά αν καταλάβετε το συμβολικό της ουσίας του έργου, τότε θα βγείτε από το σινεμά… σοφότεροι! Για τους υπόλοιπους, πρόκειται για μια από τις πιο κλασικές ταινίες του βρετανικού σινεμά με κοινωνικά μηνύματα τα οποία είναι και σήμερα επίκαιρα – και γι’ αυτό… άχαστη!


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.