ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ 2 (2019)
(THE SECRET LIFE OF PETS 2)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρις Ρενό, Τζόναθαν ντελ Βαλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Ο Μαξ και ο Δούκας καλωσορίζουν δύο νέα μέλη στο σπιτικό τους, ενώ ο Χιονόμπαλας αναλαμβάνει την επικίνδυνη αποστολή σωτηρίας μιας δυστυχισμένης και κακοποιημένης τίγρης από τον τρομερό ιδιοκτήτη ενός τσίρκου.
Τις περισσότερες φορές, τα sequel ταινιών κινουμένων σχεδίων πέφτουν θύματα έλλειψης πρωτοτυπίας κι ενός γενικού «ξεφουσκώματος». Ευτυχώς, στην προκειμένη περίπτωση, η σχεδόν αναπόφευκτη «ζημιά» είναι περιορισμένη και η συνέχεια της υπερ-επιτυχημένης πρώτης ταινίας του 2016 αποδεικνύει πως έχει κι αυτή να προσφέρει κάτι περαιτέρω στους θαυμαστές… όλων των ηλικιών.
Εδώ, ο μικρούλης Μαξ και ο τεράστιος Δούκας αποκτούν έναν μικρό «αδελφό», καθώς η αφεντικίνα τους η Κέιτι όχι μόνο παντρεύεται αλλά κάνει κι ένα αγοράκι, τον Λίαμ. Αρχικά διστακτικός με την εμφάνιση του μωρού στη ζωή τους, ο Μαξ γίνεται σταδιακά ο υπερπροστατευτικός «σωματοφύλακας» του Λίαμ και η κεντρική δράση εκτυλίσσεται λίγο πριν ο μικρός πάει προνήπιο. Ταυτόχρονα, ο Χιονόμπαλας, το «κακό παιδί» των κουνελιών, υπό τη θαλπωρή και την τεράστια φαντασία της μικρής του αφεντικίνας, ντύνεται σαν superhero αλλά, κυρίως, αρχίζει να συμπεριφέρεται αναλόγως, τουλάχιστον στο κεφάλι του. Η αληθινή ζωή, ωστόσο, θα δοκιμάσει τις «δυνάμεις» του καθώς αναλαμβάνει να (συν)ηγηθεί μιας αποστολής διάσωσης, παρέα με τη δυναμική σκυλίτσα Ντέιζι, η οποία έγινε μάρτυρας της βίαιης συμπεριφοράς απέναντι σε μια καλόκαρδη τίγρη από τα μέλη του τσίρκου που την κρατούν αιχμάλωτη.
Για την περισσότερη ώρα, οι βασικοί πρωταγωνιστές που γνωρίσαμε στην πρώτη ταινία (κι επιστρέφουν εδώ παρέα με μερικούς νέους χαρακτήρες) είναι χωρισμένοι σε τρεις υποπλοκές που συγχωνεύονται αφηγηματικά στην τελική κλιμάκωση της περιπέτειας με την τίγρη και τον κακό ιδιοκτήτη του τσίρκου. Οι Μαξ και Δούκας, παρέα με τη νέα ανθρώπινη οικογένειά τους, πάνε ολιγοήμερες διακοπές στην εξοχή, όπου και η πλοκή θυμίζει σε σημεία το «Τι Έκανες Μπαμπά στην Άγρια Δύση;», με τους «πρωτευουσιάνους» σκύλους (και κυρίως τον Μαξ, που έχει πάθει stress προσπαθώντας να προστατεύσει τον Λίαμ από κάθε κίνδυνο) να δέχονται μαθήματα ζωής και επιβίωσης στην ύπαιθρο, αλλά και να μην αναλώνουν τον χρόνο και την υγεία τους προσπαθώντας να έχουν συνεχώς τον έλεγχο. Όλα αυτά από τον έμπειρο σκύλο της φάρμας, τον «φιλόσοφο» Κόκορα, που γίνεται ο διστακτικός μέντορας του νευρικού Μαξ καθώς τον «εκπαιδεύει» στο θάρρος, την αποφασιστικότητα και τη στωικότητα (στην αγγλική εκδοχή, που δεν θα έρθει από τα μέρη μας, η επιλογή του Χάρισον Φορντ για τη φωνή του Κόκορα είναι άκρως επιτυχημένη). Πίσω στη Νέα Υόρκη, ο Χιονόμπαλας με την Ντέιζι απελευθερώνουν και προσπαθούν να κρύψουν τη συμπαθέστατη αλλά τεράστια τίγρη, ενώ ο ιδιοκτήτης του τσίρκου τούς κυνηγά, παρέα με τους «λακέδες» υποτακτικούς λύκους του. Τέλος, η καλοκάγαθη αλλά ελαφρώς χαζοβιόλα Γκίτζετ παίρνει μαθήματα από τη «χαλαρή» Κλόι στο πώς να μεταμφιεστεί επιτυχημένα σε… γάτα, καθώς πρέπει να μπει στο διαμέρισμα ηλικιωμένης με δεκάδες γάτες για να σώσει το παιχνίδι του Μαξ που της άφησε να προσέχει όσο θα είναι σε διακοπές.
Επαναλαμβάνοντας αρκετά γνώριμα χαρακτηριστικά της πρώτης ταινίας, το «Μπάτε Σκύλοι Αλέστε 2» καταφέρνει να βρει τα κατάλληλα σεναριακά κόλπα ώστε να προσδώσει μια αίσθηση σχετικής πρωτοτυπίας: ο μικρός Λίαμ, οι διακοπές στην εξοχή (άρα σε άγνωστα μονοπάτια για τον Μαξ), η αποστολή τού Χιονόμπαλα με την τίγρη ξεφεύγουν από μια προφανή επιστροφή στη Νέα Υόρκη, αν και όχι αρκετά ώστε το sequel να ξεπερνά το πρωτότυπο. Επίσης, κάποια στερεότυπα έχουν γίνει πια λίγο κουραστικά, όπως το ότι ο «κακός» έχει ρώσικη / ανατολικο-ευρωπαϊκή προφορά, και ορισμένοι (σιωπηροί) εργάτες του μοιάζουν αξιοσημείωτα με Μεξικανούς, την ίδια στιγμή που η ζωή στην αμερικανική φάρμα μοιάζει ειδυλλιακή και ο ηλικιωμένος redneck rancher, θείος του ζευγαριού, είναι η προσωποποίηση της φιλοξενίας και της εγκαρδιότητας, στοιχεία που (στις περίεργες εποχές που ζούμε) μοιάζουν αφελώς αναχρονιστικά (κυρίως όταν απευθύνονται στις νέες γενιές, πόσω μάλλον σε Αμερικανάκια). Ωστόσο, ορισμένες σεκάνς βγάζουν ίσως πιο συχνά και πιο αβίαστα γέλιο από το πρώτο, κυρίως γιατί η προσοχή του κοινού όλων των ηλικιών εναλλάσσεται από τη μία πλοκή στην άλλη, επιτυχημένα ισορροπημένα από τον σεναριογράφο Μπράιαν Λιντς, μέχρι και την τελική τους ένωση για το περιπετειώδες φινάλε. Η δράση είναι επίσης σωστά κατανεμημένη καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ και κάποιες σκηνές που οι μικρότεροι θεατές ενδέχεται να βρουν λίγο πιο αγχωτικές βρίσκουν σύντομα τη χιουμοριστική τους κατάληξη (αν και ο Κόκορας θα χλεύαζε τέτοιες υπερπροστατευτικές «ανησυχίες»).