Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (2023)
(THE LAST RIFLEMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τέρι Λόουν
- ΚΑΣΤ: Πιρς Μπρόσναν, Κλεμάνς Ποεζί, Γιούργκεν Πρόχνοφ, Τζον Έιμος, Ντέσμοντ Ίστγουντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Βετεράνος της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία το σκάει από οίκο ευγηρίας του Μπέλφαστ, προκειμένου να παραστεί στην τελετή της 75ης επετείου της D-Day στη Γαλλία. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.
Δεν αποτελεί σπάνιο γεγονός, δύο ταινίες με ακριβώς το ίδιο ή παραπλήσιο (έστω) θέμα να διανέμονται στα σινεμά με απόσταση λίγων μόλις μηνών η μία από την άλλη. Η πρώτη σχετική περίπτωση που έχει καταγραφεί στα χρονικά μας πηγαίνει πάνω από έναν αιώνα πίσω, αφού το 1913 κυκλοφόρησαν μία αμερικανική και μία βρετανική κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Γουόλτερ Σκοτ «Ιβανόης». Τα διάσημα παραδείγματα από τη χρονιά του 1992 «Χριστόφορος Κολόμβος: Η Ανακάλυψη της Αμερικής» και «1492 – Χριστόφορος Κολόμβος» (ως «φυσικό» επακόλουθο της επετείου των πεντακοσίων χρόνων από την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου) ή τα λιγότερα διάσημα των «δίδυμων» βιογραφιών της Τζιν Χάρλοου από τα 1965, που αμφότερες έφεραν τον εύγλωττο τίτλο «Harlow», δεν είναι παρά ελάχιστα από τα πολλά που κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί.
Πλάι σε όλα αυτά, λοιπόν, παίρνει (πλέον) θέση το σετάκι τούτου του «Τελευταίου Στρατιώτη» του Πιρς Μπρόσναν και του tale quale «The Great Escaper», στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Μάικλ Κέιν στον τελευταίο ρόλο της καριέρας του πριν την ανακοίνωση της απόσυρσής του (και που είναι άγνωστο αν τύχει ελληνικής διανομής). Τόσο η μία ταινία όσο και η άλλη βασίζονται στην περίπτωση του 89χρονου Μπέρναρντ Τζόρνταν, βετεράνου του Βασιλικού Ναυτικού, ο οποίος επιθυμώντας να παραβρεθεί στις εκδηλώσεις του καλοκαιριού του 2014 για τα εβδομήντα χρόνια της Απόβασης, την κοπάνησε από τον οίκο ευγηρίας όπου διέμενε, αναστατώνοντας συγγενείς και νοσηλευτικό προσωπικό. Συγκριτικά, το «Escaper» στέκει περισσότερο πιστό στα αυθεντικά γεγονότα, ενώ ο «Τελευταίος Στρατιώτης» έχει κρατήσει τη βασική ιδέα της πρωτότυπης (αν μη τι άλλο) αυτής ιστορίας, αλλάζοντας πολλά από τα υπόλοιπα. Η σχεδόν ταυτόχρονη διανομή τους στη Μεγάλη Βρετάνια (Οκτώβριο το ένα, Νοέμβριο το άλλο), τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τον «Στρατιώτη», μάλλον θα αποτελεί το…. πλέον αξιομνημόνευτο σημείο αναφοράς του στο μέλλον.
Επενδύοντας αρχικά στη γοητεία ενός «σκανταλιάρικου» road trip τρίτης ηλικίας, το φιλμ συστήνει τον γηραιό Άρτι Κρόφορντ να απεργάζεται χίλιους δυο τρόπους ώστε να καταφέρει να φτάσει από τη Βόρεια Ιρλανδία στις ακτές της Νορμανδίας, χρησιμοποιώντας τρένα, αυτοκίνητα και πλοία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της οποιασδήποτε «παρανομίας» του. Η περιπέτεια στον δρόμο, όπως απλώνεται στο πρώτο μισό της διάρκειας, στέκει ως το πλέον αβανταδόρικο και πετυχημένο κομμάτι του φιλμ, αφού μέσα στην όποια υπερβολή (η φάση με το διαβατήριο) και σχηματικότητα (τα ασεβή κωλόπαιδα) διαθέτει μια feelgood διάθεση, διανθισμένη με καλοδεχούμενη παλιομοδίτικου τύπου αγγλικουργιά. Παρά το γεγονός πως ο κοτσονάτος εβδομηντάρης Πιρς Μπρόσναν δεν πείθει ως 92χρονος (δεν βοηθά και το μέτριο μακιγιάζ), το φιλμ κυλά με μια σχετικά ανέμελη και παιχνιδιάρικη διάθεση.
Από τη στιγμή που ο καλός Άρτι πατάει το πόδι του στη Γαλλία, η αφήγηση αρχίζει ν’ αγκομαχάει, λες και στόχο είχε ν’ αποδείξει το αληθές της ρήσης… «σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός». Η υποπλοκή με τον δημοσιογράφο που ακολουθεί κατά πόδας τον «Τελευταίο Στρατιώτη», μεταβάλλοντας τον σε κάτι σαν celebrity πίσω στην πατρίδα, δεν διεκδικεί και το βραβείο Pulitzer, τα flashback από τις μάχες, καθώς και από τη σχέση του Άρτι με τη γυναίκα του, δημιουργούν την υποψία αποκάλυψης ένοχου μυστικού που, όμως, δεν έχει δουλευτεί καθόλου σεναριακά, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην αφορά, το δε συναπάντημα με τους Γερμανούς βετεράνους προκύπτει άβολο όσο και επιτηδευμένα πασιφιστικό. Η ιρλανδική καταγωγή του γηραιού πρώην στρατιώτη δίνει την ευκαιρία για ένα-δυο σχόλια πολιτικής φύσης σχετικά με το άλυτο πρόβλημα της διαιρεμένης Ιρλανδίας, καθώς και των εν γένει σχέσεων με τους Άγγλους, εν τούτοις, μην περιμένετε τίποτα τρελές αναλύσεις που φτάνουν έως τη ρίζα του προβλήματος. Το σύνολο περιορίζεται σε μερικά ευφυολογήματα, λίγο γέλιο, αρκετή δόση πίκρας και σε μια αναπόληση εν είδει φόρου τιμής για τους χιλιάδες που σκοτώθηκαν στο άνθος της νιότης τους, πολεμώντας στις ακτές της Γαλλίας.