THE GREATEST SHOWMAN (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Μιούζικαλ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Γκρέισι
- ΚΑΣΤ: Χιου Τζάκμαν, Ζακ Έφρον, Μισέλ Γουίλιαμς, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Ζεντάγια, Κίλα Σετλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Άνθρωπος της showbiz του 19ου αιώνα ονόματι Φ. Τ. Μπάρνουμ συλλαμβάνει μια πρωτοποριακή για τον κόσμο του θεάματος ιδέα: παραστάσεις εν είδει τσίρκου, αλλά από έναν θίασο που ουδεμία σχέση έχει με τα καλλιτεχνικά ήθη της εποχής, μιας και τα μέλη του είναι «φρικιά», τα οποία προκαλούν το συντηρητικό κοινό με την εμφάνισή τους. Η πρόκληση, όμως, ανέκαθεν ήταν το εισιτήριο για την επιτυχία.
Πετυχαίνει κάτι το οξύμωρο στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Μάικλ Γκρέισι. Καταπιάνεται με έναν (μάλλον αυθαίρετα) «Greatest Showman» που διασκέδαζε το αμερικάνικο κοινό του προπερασμένου αιώνα, καταφέρνοντας να μην μπορεί (σε καμία σχεδόν περίπτωση) να ψυχαγωγήσει το κοινό… τούτου του αιώνα, το οποίο είναι και το ζητούμενο εδώ! Προσπαθεί να παρουσιάσει την αληθινή ιστορία του Barnum’s American Museum υπό μορφή «πειραγμένου» μιούζικαλ, στα πρότυπα ενός «Moulin Rouge!» (2001), ξεχνά όμως δύο πολύ βασικά πράγματα: το σενάριο και τους χαρακτήρες. Το πρώτο μοιάζει με προσχέδιο ενός πιθανά ολοκληρωμένου storyline που… κάπου αγνοείται, ενώ οι δεύτεροι (πλην του φιλότιμου Χιου Τζάκμαν), με προεξέχοντα τα μέλη του παράξενου freak show, περισσότερο μοιάζουν με κομπάρσους χορευτές σε music promo εγχώριας λαϊκοπόπ τραγουδίστριας παρά σαν κανονικοί ρόλοι που (θα έπρεπε να) αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά του θεάματος. Ακόμη και σε ένα μιούζικαλ, οι δύο αυτοί άξονες είναι καίριοι και δεν μπορούν να υποκαθίστανται από τραγούδια (πόσω μάλλον όταν ούτε κι εκείνα «σκίζουν» ακριβώς…), τα οποία στέκουν έρμαια της απουσίας (και της εξέλιξης) μιας ιστορίας.
Η προσπάθεια αγιογράφησης του αμφιλεγόμενου Φ. Τ. Μπάρνουμ από το σεναριακό δίδυμο των Τζένι Μπικς και Μπιλ Κόντον (γραφιά του κινηματογραφικού «Σικάγο», μεταξύ άλλων) βγάζει μάτι, αφού οποιαδήποτε υποψία εκμετάλλευσης των κάθε λογής «ιδιαίτερων» outcasts τους οποίους προσλάμβανε για τις παραστάσεις του αποσιωπάται πλήρως, παρουσιάζοντας έτσι έναν επιχειρηματία – καλό Σαμαρείτη που έδωσε οντότητα και σκοπό ζωής σε αυτούς (σιαμαίοι, νάνοι, παραμορφωμένοι και λοιποί «χτυπημένοι από τη μοίρα») τους «απόβλητους» της κοινωνίας. Ουδεμία αντίρρηση θα είχαμε ως προς αυτή την προσέγγιση του θέματος, αρκεί να μπορούσε ο Γκρέισι να υποστηρίξει την ιστορία του με κάτι πέραν του αδιαμφισβήτητου ταλέντου (σε χορό και τραγούδι) του Χιου Τζάκμαν. Ο τελευταίος βρίσκεται εντελώς στο στοιχείο του εδώ (έχοντας στην πλάτη του χρόνια καριέρας στο μιούζικαλ, από την Αυστραλία μέχρι και το Broadway), σταδιακά όμως υποσκελίζεται από τον θόρυβο που κάνουν τα μουσικοχορευτικά νούμερα και μια σκηνοθετική θεώρηση που φαίνεται να πιστεύει πως όσο πιο γρήγορος ο ρυθμός, τόσο το καλύτερο.
Η έναρξη της ταινίας μάς πηγαίνει στα παιδικά χρόνια του Μπάρνουμ και τη γνωριμία του με τη μέλλουσα σύζυγό του, σε μια α λα «Μεγάλες Προσδοκίες» σεκάνς, πριν μεταφερθεί γρήγορα στη Νέα Υόρκη των μέσων του 19ου αιώνα, όπου εν μέσω τραγουδιών που στην πλειονότητά τους θα ταίριαζαν σε pop τραγουδίστρια του καιρού μας (σαν τη Lady Gaga, λόγου χάρη), παρακολουθούμε τις αποτυχίες του κεντρικού ήρωα, τα οικονομικά και οικογενειακά του προβλήματα, μέχρι τη σύλληψη της μεγάλης του ιδέας. Το νούμερο του Τζάκμαν με τον Ζακ Έφρον, με τον οποίο επιστεγάζουν την επιχειρηματική τους συνεργασία, είναι μακράν το κορυφαίο τού φιλμ, με το ναδίρ να έρχεται με τη νερόβραστη (και ουρανοκατέβατη) ερωτική σχέση του Μπάρνουμ με την τραγουδίστρια της opera Τζένι Λιντ, την οποία φέρνει από την Ευρώπη με στόχο μια υπερεπιτυχημένη περιοδεία στις ΗΠΑ. Η Ρεμπέκα Φέργκιουσον στον σχετικό ρόλο δείχνει να εμπνέεται από τη… Σελίν Ντιόν, όχι μόνο τραγουδιστικά (βασικά, pop μπαλάντες άδει και όχι κλασικό ρεπερτόριο) αλλά και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τα χέρια της, προσπαθώντας θαρρείς να αγκαλιάσει το εκστασιασμένο κοινό της.
Κοντά σε όλα αυτά, οι αντιδράσεις του όχλου απέναντι στο «βλάσφημο» θέαμα που συστήνει ο Μπάρνουμ, παρουσιάζονται απολύτως σχηματοποιημένες, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τους δεύτερους ρόλους (η πιστή σύζυγος, ο πλούσιος πεθερός και ούτω καθεξής). Το ίδιο δεν μπορούμε να πούμε για τον θίασο του τσίρκου του Μπάρνουμ, μιας και πλην της γυναίκας με τα μούσια που λέει και δύο-τρεις ατάκες, όλοι οι υπόλοιποι φαίνεται να έχουν πάρει όρκο σιωπής!
Δυστυχώς, το θρυλικό σήμα της 20th Century Fox που εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας, προδιαθέτοντας για κάτι που θα θυμίζει τα κλασικά μιούζικαλ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, αποδεικνύεται η μέγιστη… τρολιά, καθώς το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο τη «χρυσή εποχή» των παρόντων shows του Λας Βέγκας – και προφανώς όχι των κάπως επιτυχημένων. Διόλου παράξενο που το studio επιστράτευσε τον έμπειρο Τζέιμς Μάνγκολντ, μήπως και μπορέσει να διασώσει το εγχείρημα στο post production. Εκ του αποτελέσματος, κρίνουμε πως δεν μπόρεσε να κάνει και πολλά. Εάν ο πρωτοπόρος «Greatest Showman» Φ. Τ. Μπάρνουμ όντως παρουσίαζε παραστάσεις σαν ετούτη, το όνομα του ουδόλως θα μας απασχολούσε σήμερα!