Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΟΛΑ (2022)
(THE GOOD HOUSE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάγια Φορμπς, Γουάλας Γουολοντάρσκι
- ΚΑΣΤ: Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέβιν Κλάιν, Μορένα Μπακαρίν, Ρομπ Ντιλέινι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η Χίλντι, μετά την απεξάρτησή της από το αλκοόλ, ανασυνθέτει την καριέρα της στη Νέα Αγγλία, επαναπροσδιορίζοντας αξίες οικημάτων και ζωής, μιλώντας απευθείας στην κάμερα, «στα κορίτσια της» (δύο πανέμορφα σκυλιά και όχι στις κόρες της), στον ψυχίατρο της περιοχής και στον Φρανκ, ένα παλιό της flirt που αναθερμαίνεται. Το οικογενειακό (και όχι μόνο) περιβάλλον θα εκφράσει ανησυχία και gay πρώην σύζυγος θα παρευρεθεί σε δείπνο, κατά το οποίο η Χίλντι μας εξηγεί γιατί τους άφησε να τη στείλουν στην απεξάρτηση και πώς είναι η ζωή της τώρα.
Στο Νορθ Σορ, κάπου ανάμεσα στη Βοστόνη και το Νιου Χάμσαϊρ, η Χίλντι Γκουντ (Σιγκούρνι Γουίβερ), 60χρονη (και κάτι ψιλά) μεσίτρια με φτασμένη καριέρα στο real estate, ξεδιπλώνει το χαρακτήρα της σε συμπρωταγωνιστές αλλά και το κοινό, ξεκινώντας από την άρνηση μέχρι και τη συνειδητοποίηση της εξάρτησής της από το αλκοόλ. Ποτέ «overdramatic», παρά μόνο στις τελευταίες σκηνές όπου ορθώνεται και πάλι ένας «τοίχος» ανάμεσα στο φιλμ και τους θεατές, η Χίλντι ζητά πια βοήθεια από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται εντός του φιλμ και δε δικαιολογείται προς την άλλη πλευρά της οθόνης.
Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, δεν είναι λίγες οι φορές που παρατηρούμε το σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου» και τολμώ να πω ότι το απολαμβάνουμε κιόλας, καθώς δίνει μια κωμική χροιά σε θέματα με μεγάλη βαρύτητα. Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τον αλκοολισμό χωρίς να γίνει βαρετός ή το λιγότερο κοινότυπος; Στον κινηματογράφο, αυτό το σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου» θεωρείται η μέθοδος κατά την οποία ο πρωταγωνιστής απευθύνεται στο κοινό, γκρεμίζοντας έναν νοητό τοίχο που χωρίζει τον φιλμικό κόσμο από εμάς. Οι Μάγια Φορμπς και Γουάλας Γουολοντάρσκι, έχοντας καταπιαστεί και σε προηγούμενα φιλμ με ζητήματα όπως η μανιοκατάθλιψη (που αναπτύσσεται στο «Οικογενειακές Ανισορροπίες» του 2015), χρησιμοποιεί το γκρέμισμα αυτού του νοητού «τοίχου» ευφάνταστα, συμπληρώνοντας όποιο κενό θα μπορούσε να δημιουργηθεί σεναριακά. Όλες οι ιστορίες των ηρώων έχουν λόγο που συμβαίνουν.
Η ξενάγηση του μέρους και του κόσμου στον οποίο διαδραματίζεται το στόρι που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Ανν Λίρι, κρατά την προσοχή του κοινού από την αρχή, χωρίς ν’ αφήνει ερωτηματικά ούτε για το background των ηρώων. Η Χίλντι έχει παιδιά, εγγόνια, πληρώνει λογαριασμούς, διατροφή στον πρώην σύζυγό της που την άφησε για έναν άλλο άνδρα, και δε χάνει ευκαιρία να μιλήσει στο κοινό, απευθείας στην κάμερα, για τη ζωή και τις συνήθειες των ατόμων που συνθέτουν μια τοπική κοινωνία στην οποία δεν μένει σχεδόν τίποτα κρυφό.
Το ρομαντικό στόρι δεν απουσιάζει, με τη χημεία να είναι καλή ανάμεσα στον Φρανκ (Κέβιν Κλάιν), ευκατάστατο και καλοστεκούμενο παρά το περασμένο της ηλικίας του, και την Χίλντι, την οποία έχει δει να κάνει μεγάλα λάθη στο παρελθόν και θα ήθελε να τα βρουν μεταξύ τους. Ωστόσο, δεν είναι η ρομαντική ιστορία ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο που αντλεί το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά η σχέση της Χίλντι με όλο τον κόσμο που την περιβάλλει. Η ίδια, προσλαμβάνει την ανησυχία των άλλων ως μία ενοχλητική παρέμβαση στην καθημερινότητά της («They want me to be easy, not to be happy», θα πει με παράπονο, κρατώντας ένα ποτήρι Merlot). Δεν θα είχαν δει κανονικό αλκοολικό όπως τη μητέρα της, εξιστορεί σ’ ένα τύπου οικογενειακό συμβούλιο, που θα χρειαζόταν ένα ποτό για να το αντέξει.