Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ (2019)
(THE CURRENT WAR)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρεχόν
- ΚΑΣΤ: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μάικλ Σάνον, Νίκολας Χολτ, Τομ Χόλαντ, Κάθριν Γουότερστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Βιογραφικό δράμα για τη μάχη του ρεύματος και τον αγώνα της ύστατης επικράτησης μεταξύ των δύο πρωτοπόρων της εποχής, του Τόμας Έντισον και του Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ, σε ένα φιλμ που… θα σε βγάλει «knockout» από τα πρώτα κιόλας λεπτά.
Μετά το «Me and Earl and the Dying Girl» (2015), ένα indie ταινιάκι που αγαπήθηκε από πολλούς με τον ίδιο τρόπο που… μισήθηκε από άλλους τόσους, ο Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρεχόν επιστρέφει με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, πιάνοντας εδώ από την αρχή την επική διαμάχη των μεγάλων Αμερικανών εφευρετών αναφορικά με τη «γέννηση» του ηλεκτρικού ρεύματος, επιχειρώντας να αναπαραστήσει μία εποχή με τεράστιο ιστορικό ενδιαφέρον, αποτυγχάνοντας ωστόσο να επικοινωνήσει αποτελεσματικά το χρονικό περιβάλλον εξαιτίας της αψυχολόγητα μοντερνιστικής του σκηνοθεσίας που είναι σχεδόν σίγουρο πως θα «πετάξει» εκτός κλίματος όποιον θεατή αποφασίσει να επιλέξει το φιλμ αυτό για να ψυχαγωγηθεί (;).
Έχοντας κατασκευάσει ήδη την ηλεκτρική λάμπα, ο Τόμας Έντισον (Κάμπερμπατς) προσπαθεί να πείσει την Αμερική ότι η εφεύρεσή του, αυτή του συνεχούς ρεύματος, ήρθε πλέον για να βάλει τέλος στη χρήση της φλόγας ως φωτιστικής πηγής. Στον αντίποδα, ο Αμερικανός εφευρέτης και επιχειρηματίας Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ (Σάνον), ο οποίος είχε ήδη κατοχυρώσει την πατέντα του σιδηροδρομικού φρένου (μια εφεύρεση που βασιζόταν στη λειτουργία του πεπιεσμένου ατμού ως κινητήριας δύναμης), αρχίζει να διεκδικεί με τη σειρά του μερίδιο από την καινούργια οικονομική «πίτα», αντιπροτείνοντας το εναλλασσόμενο ρεύμα ως πιο οικονομικό και με μεγαλύτερη κάλυψη. Ο πόλεμος του ρεύματος δεν θα αργήσει να ξεσπάσει όταν ο Έντισον κατηγορήσει δημόσια την εφεύρεση του εναλλασσόμενου ρεύματος ως επικίνδυνη, με τον Γουέστινγκχαουζ να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία συνεργασίας με τον Νίκολα Τέσλα (Χολτ) για ένα μελλοντικό project που θα άλλαζε μια για πάντα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον σύγχρονο κόσμο.
Θα περίμενε κανείς πως, αν μη τι άλλο, το δίδυμο Κάμπερμπατς και Σάνον θα έσωζε εύκολα την κατάσταση τούτου του βιογραφικού δράματος, καθώς το συγκεκριμένο είδος, όταν δεν αρκείται εξολοκλήρου σε ένα στιβαρό, ενδιαφέρον σενάριο και μια ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, τουλάχιστον έχει να επιδείξει συνήθως αξιόλογες ερμηνείες. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν η υπερφίαλη σκηνοθετική μανιέρα του Γκόμεζ-Ρεχόν δεν βρισκόταν τόσο μακριά από τη σεναριακή σύλληψη του Μάικλ Μίτνικ. Ακολουθώντας εντελώς διαφορετική «συνταγή», ο Γκόμεζ-Ρεχόν σκηνοθετεί τους ήρωές του μέσα από ευρυγώνιους και fisheye φακούς, περίεργες γωνίες λήψης και μικρά μονοπλάνα που έρχονται σε πλήρη στιλιστική αντίθεση με το περιβάλλον εποχής της ταινίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τέτοια «βαβούρα» σε οπτικό επίπεδο, που ανά στιγμές το φιλμ παραπέμπει περισσότερο σε… horror παρά σε ταινία εποχής! Με την κάμερά του να κινείται ασταμάτητα μέσα στους χώρους, ακολουθώντας κατά πόδας τους ήρωές του (αποτελεί αυτή του η επιλογή μία μεταγενέστερη παραπομπή στη «φυσικότητα» με την οποία κάποια στιγμή ο κόσμος μέλλει να εκλαμβάνει την ύπαρξη του ηλεκτρισμού ως κάτι το εντελώς καθημερινό;), ο Γκόμεζ-Ρεχόν αυτοσαμποτάρεται «καταδικάζοντας» αισθητικά την ταινία του σε ένα περίεργο υβρίδιο παλιού και νέου, που όμως δεν λέει να «δέσει» με τίποτα.
Αντικειμενικά, πόσο να βοηθήσει και το επιτελείο των πρωταγωνιστών; Η επιλογή του Κάμπερμπατς στον ρόλο του Έντισον μοιάζει εξ όψεως ιδανική, στην πορεία όμως η υποκριτική του γοητεία χάνεται μέσα στις τεχνικές «μοντερνιές» και τις σεναριακές ευκολίες ή/και παραλείψεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Σάνον, με τον Χολτ να παραμένει ο μόνος που κάπως σώζεται και αυτό όχι τόσο λόγω δικού του ερμηνευτικού εκτοπίσματος (τουλάχιστον εδώ), όσο λόγω του βάρους της εξαιρετικά χαρισματικής προσωπικότητας που υποδύεται. Σε ό,τι αφορά το κομμάτι του σεναρίου, τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά, συνεπώς η πλοκή του Μίτνικ δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εκπλήξεις, αφήνοντας χώρο για τις κεντρικές ερμηνείες να «λάμψουν», ασχέτως δηλαδή αν η σκηνοθεσία «κατακλέβει» όλα τα υπόλοιπα. Όπως και να ‘χει, «Η Μάχη της Επικράτησης» δεν είναι και τόσο… μάχη όσο θα ήθελε να πιστεύει. Το νούμερο ένα ατού των ταινιών εποχής εδώ καταβαραθρώνεται από τις επιδεικτικές διαθέσεις του σκηνοθέτη και συνολικά το καστ δείχνει υπερβολικά διεκπεραιωτικό για να εκτιμήσεις έστω και την ελάχιστη προσπάθειά του. Στη μάχη μυαλού και καρδιάς για το αν αξίζει να παρακολουθήσεις τούτο το φιλμ σε κινηματογραφική αίθουσα, ας επικρατήσει η λογική: όχι, δεν αξίζει.