ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ (1960)
(THE BATTLE OF THE SEXES)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαρλς Κράιτον
- ΚΑΣΤ: Πίτερ Σέλερς, Ρόμπερτ Μόρλεϊ, Κόνστανς Κάμινγκς, Ρόντι ΜακΜίλαν, Τζέιμσον Κλαρκ, Άλεξ Μακένζι, Μάουλτρι Κέλσαλ, Ντόναλντ Πλέζανς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Παραδοσιακή σκωτσέζικη εταιρεία που παράγει ύφασμα tweed δέχεται την επίθεση… εκμοντερνισμού από Αμερικανίδα business woman, η οποία «την πέφτει» στον κληρονόμο – ιδιοκτήτη της ώστε να ικανοποιηθούν τα δικά της καπρίτσια, φέρνοντας τον πανικό στο ανδροκρατούμενο προσωπικό της. Ένας κανονικός πόλεμος των φύλων, δηλαδή!
Να και μία επανέκδοση… ξάφνιασμα! Είναι προφανές το δέλεαρ (λέγε με Πίτερ Σέλερς…), αλλά πίσω από το όνομα του κοσμαγάπητου κωμικού βρίσκεται μια σάτιρα που ακόμη διατηρεί τις αιχμές της γύρω από το θέμα σύγκρουσης και υπεροχής της ανδροκρατούμενης κοινωνίας έναντι του… «ασθενούς» φύλου. Επίσης, ας τονιστεί η ιδιαιτερότητα του διαβατηρίου του «Δολοφόνου για Γέλια», που αν και εμφανίζεται ως βρετανικό φιλμ, στην ουσία πρόκειται για ένα ξεκάθαρα σκωτσέζικο έργο, μάλλον το μοναδικό εκείνης της περιόδου από το συγκεκριμένο είδος, το οποίο είχε επιτυχία και στέκεται στο χρόνο, μετά το θρυλικό «Whisky Galore!» (1949) των Ealing Studios.
Το εισαγωγικό της ταινίας είναι εξαιρετικό, με τον άγριο σαρκασμό κατά της… ανακάλυψης της Αμερικής, ως «μητέρας» όλων των κακών που βασανίζουν την ανθρωπότητα! Η εμφάνιση της «νέας γυναίκας» που ανατρέπει τα εργασιακά δεδομένα του «ισχυρού» φύλου πατάει κουμπιά πρόκλησης πολύ ευαίσθητα τη σήμερον ημέρα, καθώς ο χαρακτήρας της Άντζελα προκαλεί σκέψεις στο προσωπικό μιας μεγάλης εταιρείας να την… ξαποστείλουν για έρευνα εξαγωγών όσο πιο μακριά γίνεται. Η ιδέα της Σκωτίας φαντάζει ιδανική και ο θηλυκός κέρβερος αναλαμβάνει δράση στη χώρα όπου «οι πιο κοντές φούστες φοριούνται από τους άνδρες»!
Η Άντζελα θα κάνει «ντου» σε παραδοσιακή, μικρή φίρμα υφασμάτων με ειδίκευση στο tweed και θα βάλει τα δυνατά της ώστε να πείσει το νέο αφεντικό της, τον άρτι αφιχθέντα (και ψιλοάχρηστο) κληρονόμο της επιχείρησης, ο οποίος πρωτίστως ορέγεται τα κάλλη της, να τοποθετηθεί η εταιρεία στα πρότυπα εκσυγχρονισμού του 20ου αιώνα. Το σχέδιο προβλέπει μηχανοργάνωση στα γραφεία και αντικατάσταση των απλών ντόπιων (που υφαίνουν τα πάντα από τα απομονωμένα χωριατόσπιτά τους) με μηχανές εργοστασίου, το οποίο θα πρέπει να χτιστεί και να λειτουργήσει με πλάνο ν’ αυξηθεί η παραγωγή. Μιλάμε για την περίφημη «ανάπτυξη», δηλαδή…
Το σενάριο αποτελεί χάρμα έμπνευσης και χιούμορ (δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι σε αρχικά σχέδια φιλμικής μεταφοράς του έργου, είχε ενδιαφερθεί να το σκηνοθετήσει ο Μπίλι Γουάιλντερ), συνδυάζοντας την επιθετικότητα του μοντέρνου έναντι του δήθεν «παλαιού» που πρέπει να αντικατασταθεί με κάθε κόστος, ενώ από δίπλα στέκει η μεθοδικότητα της διαχείρισης κρίσης από την πλευρά του άνδρα ή της γυναίκας. Η ηγετική μορφή του προσωπικού της εταιρείας, ο κύριος Μάρτιν, θα περάσει στην αντεπίθεση, σαμποτάροντας κάθε κίνηση νεωτερισμού της Άντζελα, η οποία κάποια στιγμή διαπιστώνει τι συμβαίνει στο «πολεμικό μέτωπο» και ανατρέπει τις προβλέψεις εκείνου, χρησιμοποιώντας αυτό που λέει το cult ελληνικό άσμα: «Θέλει και Λίγο Πουτανιά»!
Παραδόξως, το μήνυμα της ταινίας γυρίζει (πόσω μάλλον για τους θεατές του σήμερα) boomerang και πλήττει ελαφρώς τη σκηνοθετική απόπειρα του Τσαρλς Κράιτον (ο σπουδαίος δημιουργός αρκετών παραγωγών των Ealing, με κορωνίδα τη «Συμμορία των Εντιμότατων» του 1951) να προσφέρει κάτι πιο μοντέρνο στο κοινό των αρχών της δεκαετίας του ’60, από το να παραμείνει πιστός στο ύφος της βρετανικής κωμωδίας του παρελθόντος. Η πιο φαρσική εξέλιξη της πλοκής και τα δολοφονικά σχέδια του κυρίου Μάρτιν… λοξοδρομούν σε σχέση με το υπόλοιπο φιλμ. Και πάλι, όμως, οι ηθοποιοί κι αυτή η αναντικατάστατη φινέτσα του παλιού κάνουν (διαχρονικά) τη δουλειά τους.