Η ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ (2008)
(SYNECDOCHE, NEW YORK)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσάρλι Κάουφμαν
- ΚΑΣΤ: Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Σαμάνθα Μόρτον, Μισέλ Γουίλιαμς, Κάθριν Κίνερ, Τομ Νούναν, Νταϊάν Γουίστ, Χόουπ Ντέιβις, Τζένιφερ Τζέισον Λι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Θεατρικός συγγραφέας με σωρεία προβλημάτων υγείας αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας project ζωής σε warehouse διαστάσεων… larger than life. Όταν τα πάντα αρχίσουν ν’ αποκτούν κλώνους μικρότερης κλίμακας, η αποδοχή της βάναυσης αλήθειας σχετικά με την ύπαρξή του θα είναι αναπόφευκτη.
Ο πιο απλοϊκός τρόπος για να εξηγήσεις τον αφηγηματικό σκελετό της «Συνεκδοχής της Νέας Υόρκης» είναι η ανάμνηση του music video που σκηνοθέτησε ο Μισέλ Γκοντρί για το «Bachelorette» της Björk. Ο πιο παρακινδυνευμένος, ν’ αποκαλύψεις πως πίσω από αυτή την ταινία «κρύβεται» ο εγκέφαλος του Τσάρλι Κάουφμαν, ο οποίος κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τούτο το αδιάψευστα υποκειμενικό έργο πάνω στους δεσμούς ζωής και τέχνης.
Ανέκαθεν αρεσκόμουν στη σουρεαλιστική υπέρβαση των σεναρίων του Κάουφμαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούσα και ολοκληρωτικά. Ως γραφιάς, τον θαύμασα. Αλλά δεν τον ζήλεψα. Έχει μεγάλη σημασία αυτή η διαφορά. Γιατί ο φθόνος αφορά στην τελειότητα. Που, επιτέλους, πλέον εδώ κατακτά ο δημιουργός της «Συνεκδοχής», υπογράφοντας στα λόγια και στην πράξη μια δική του «Οδύσσεια», ουχί ομηρική μήτε του πάλαι ποτέ κιουμπρικού space, αλλά της δικής μας, κοινής ύπαρξης. Ο κεντρικός χαρακτήρας του Κέιντεν (τον οποίο πλάθει με τη συνηθισμένα ανατριχιαστική ερμηνευτική του αξία ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν) είναι ένας άνθρωπος που φοβάται πως θα πεθάνει, δεν ξέρει τι να κάνει σ’ αυτό τον κόσμο και πριν «φύγει» θέλει να δημιουργήσει κάτι σημαντικό (αν αποτελούσε θρήσκευμα ή πολιτική ιδεολογία η προηγούμενη πρόταση, θα «χτυπούσε» πρωτάκουστα νούμερα πλειοψηφίας). Όσο κι αν το έχει ανάγκη, όμως, ο Κέιντεν δεν είναι το πρότυπο στο είδος του. Η ζωή του τον προσγειώνει στην ήττα και, δημιουργικά, αυτο-παγιδεύεται μέσα σ’ ένα χάος βιωμένων απωλειών και ανεκπλήρωτων στόχων. Ακόμη κι ανάμεσα στις γυναίκες της ζωής του, αδυνατεί να βρει τη μια και μοναδική του μούσα. Με άλλα λόγια, ο Κέιντεν είναι η ίδια η αποτυχία – που μας μαστίζει! Αλλά δεν πρόκειται να την αποδεχτούμε στο πρόσωπό του. Γιατί μαζί του πρέπει να ταυτιστούμε. Και να μην αισθανθούμε μόνοι.
Τηρώντας μια γραμμική αλληλουχία και καταπατώντας ταυτόχρονα κάθε έννοια του χρόνου (η πρώτη «φιλμική» μέρα του Κέιντεν ξεκινά στις 14 του Σεπτέμβρη και καταλήγει στα τέλη του Δεκέμβρη!), το σενάριο της «Συνεκδοχής» τρέχει με μια ταχύτητα που λες και επιδιώκει να πλησιάσει το θάνατο μια ώρα αρχύτερα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να χωρέσει πριν από αυτόν όχι μονάχα μια ζωή ολόκληρη, αλλά και τους κλώνους κάθε χαρακτήρα της αυτοβιογραφικής παράστασης του Κέιντεν, που ενίοτε αποκτούν ρεαλιστικές διαστάσεις και φτάνουν να σκηνοθετούν τους κεντρικούς χαρακτήρες προς μια πορεία σήψης και οδύνης. Εδώ, σε αντίθεση με τους σαρκαστικούς μηχανισμούς άμυνας ή την αθεϊστική σάτιρα ενός Γούντι Άλεν, για παράδειγμα, ο Κάουφμαν ξεμπροστιάζει απροκάλυπτα τα πιο πεσιμιστικά του συναισθήματα, ταυτίζοντας το θάνατο με την χειρότερη καταδίκη του ανθρώπινου βίου, σύμπτωμα που δε φέρει τίποτε το θεϊκό, ανώτερο ή ελπιδοφόρο (ως προς την εκδοχή μιας «άλλης», μετέπειτα ζωής). Μην αγωνιάς, λοιπόν. Το τέλος μας είναι μίζερο. Και είναι το ίδιο, για όλους. Αντέχεις τόση αλήθεια;
Εξομολογητικό, αποπροσανατολισμένο, φοβισμένο, αδιέξοδο, το φιλμ του Κάουφμαν κορυφώνεται σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά φινάλε που μας χάρισε ποτέ η Τέχνη του κινηματογράφου, για να περάσει στον γλυκόπικρο μουσικό επίλογο του «Little Person», μιας σύνθεσης του Τζον Μπράιον που τολμά να αναμετρηθεί ακόμη και με το «Is That All There Is?» των Λάιμπερ και Στόλερ. Τώρα, να εξομολογηθώ πως η «Συνεκδοχή» είναι η καλύτερη ταινία του 2008 και της σεζόν, μαζί; Μπορεί και να μειώνω την αξία της με μια έκφραση τόσο στερεότυπη…