ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ (2013)
(STILL LIFE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ουμπέρτο Παζολίνι
- ΚΑΣΤ: Έντι Μαρσάν, Τζοάν Φρόγκατ, Κάρεν Ντρούρι, Άντριου Μπάκαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δημόσιος υπάλληλος που αναλαμβάνει εδώ και χρόνια με υπέρμετρο ζήλο τη διοργάνωση της κηδείας μόνων κι εγκαταλειμμένων ανθρώπων, ύστερα από την ανακοίνωση της παύσης της εργασίας του, ανάγει την τελευταία του υπόθεση σε «αποστολή ζωής», χωρίς να συνειδητοποιεί ότι και η δική του (στάσιμη) ζωή πρόκειται να περάσει απότομα στο επόμενο επίπεδο.
«All the lonely people, where do they all come from? All the lonely people, where do they all belong?» τραγουδούν οι Beatles στην «Eleanor Rigby» τους και δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι, ουσιαστικά, ο ιταλικής καταγωγής αλλά βρετανικής κουλτούρας και προσέγγισης πρώην – κυρίως – παραγωγός Ουμπέρτο Παζολίνι στις «Ξεχασμένες Ζωές» παίρνει την ουσία αυτού του τραγουδιού και τη μετατρέπει σε μεγάλου μήκους ταινία. Για αυτόν τον λόγο, επιλέγει για πρωταγωνιστή έναν ηθοποιό που, ενώ όλοι λίγο-πολύ τον έχουμε συναντήσει σε δεύτερους ρόλους σε αρκετές ταινίες, ούτε γνωρίζουμε το όνομά του αλλά και ούτε μπορούμε να θυμηθούμε με ευκολία πού ακριβώς τον είδαμε! Ο ταλαντούχος, κατά τα άλλα, Έντι Μαρσάν είναι ο ιδανικός πρωταγωνιστής για μια ταινία που ακολουθεί έναν ήρωα μέσα στις σκιές, ο οποίος παρακολουθεί, τελικά, το περιθώριο σαν να είναι ένας ολόκληρος αθέατος κόσμος, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ελάχιστα σημεία φωτός αλλά και τον τρόπο να συνδέσει αυτά τα σημεία με την υπόλοιπη, βαρετή αλλά καθόλα ορατή πραγματικότητα.
Και είναι αρκετά ενδιαφέρων ο τρόπος που ο Παζολίνι χτίζει σταδιακά αυτόν τον παράλληλο ουσιαστικά κόσμο, βάζοντας τον πρωταγωνιστή του να ψάχνει στα δωμάτια των θανόντων «πελατών» του τις λεπτομέρειες για να σχηματίσει όχι απαραίτητα την πραγματική πορεία τους στη ζωή αλλά μια εξιδανικευμένη εικόνα, που κανείς δεν τους πρόσφερε. Είναι προφανές ότι και ο ίδιος ο Τζόν Μέι τού Έντι Μαρσάν είναι ένας από αυτούς, όμως ο χειρισμός του Παζολίνι αποφεύγει να κάνει υπερβολικό τον παραλληλισμό, επιλέγοντας να αφήσει τα συμπεράσματα να προκύψουν οργανικά μέσω της παρατήρησης και χωρίς επεξηγηματικούς διαλόγους. Για την ακρίβεια, αυτό το ολιγόλογο πρώτο μέρος τού φιλμ είναι και το πιο ουσιαστικό και εκείνο που καταφέρνει να πει τα περισσότερα πράγματα τόσο για τη ζωή του πρωταγωνιστή του όσο και για τον λόγο που η δουλειά του αποτελεί για αυτόν μια ιερή διαδικασία.
Δυστυχώς, η συνέχεια προτιμά περισσότερο παραδοσιακά μονοπάτια, αντικαθιστώντας την αρχική προσέγγιση με μια πιο συμβατική αφήγηση, οδηγώντας τον Μέι σε μια προσωπική σταυροφορία και ένα πιθανό ρομαντικό μέλλον που μοιάζει κοινότοπο, αν όχι χιλιοειπωμένο. Σε αυτό το σημείο είναι που γίνεται εμφανές το γεγονός ότι το φιλμ ίσως θα λειτουργούσε καλύτερα ως μικρού μήκους, καθώς ολόκληρη η δεύτερη πράξη, μάλλον αργόσυρτη και χωρίς ισχυρή κινητήρια δύναμη, είναι ουσιαστικά η αφορμή για το – διχαστικό αλλά έντονο – φινάλε, το οποίο επιστρέφει μεν στη θεματική της αρχής αλλά φαίνεται αταίριαστα γλυκερό και εκβιαστικά συγκινητικό. Οι δόσεις μαγικού ρεαλισμού δίνουν πόντους πρωτοτυπίας στο όλο εγχείρημα, όμως η υπερβολική συναισθηματική τόνωση (συμπεριλαμβανομένης και της έντονα μελοδραματικής μουσικής υπογράμμισης της Ρέιτσελ Πόρτμαν) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ψύχραιμη αντιμετώπιση της αρχής, αφήνοντας τον θεατή μάλλον αποπροσανατολισμένο.