ΤΟ ΚΑΡΦΙ (2013)
(SNITCH)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρικ Ρόμαν Γουό
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Μπάρι Πέπερ, Τζον Μπέρνθαλ, Σούζαν Σαράντον, Μάικλ Κένεθ Γουίλιαμς, Μελίνα Κανακαρίντις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Καθόλα νομοταγής ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας μπλέκει κατ’ επιλογήν με τα κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών, στην απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει από τη φυλακή το γιο του. Μία – υποψήφια Γερουσιαστής – Εισαγγελέας, ένας πρώην κατάδικος, ένας hipster αστυνομικός και ο «The Rock» δεν κάνουν ανέκδοτο αλλά απόπειρα κοινωνικού σινεμά.
Η φράση που δημιουργεί αυτόματα ανησυχία κάνει την εμφάνισή της ακριβώς πριν από την κάρτα του τίτλου: «Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα». Ευτυχώς, το μόνο πραγματικό κομμάτι που αποτελεί έμπνευση για την ιστορία της ταινίας είναι η αμερικανική νομοθεσία, η οποία υπαγορεύει πως για να μειωθεί η ποινή ενός καταδίκου για διακίνηση ναρκωτικών, θα πρέπει εκείνος να υποδείξει κάποιον άλλον με τις ίδιες κατηγορίες.
Με αυτό το υπόβαθρο, ο Τζον Μάθιους (του Ντουέιν «The Rock» Τζόνσον) βλέπει το γιο του να γίνεται θύμα σκευωρίας, για να μειωθεί η ποινή του καλύτερού του φίλου. Όταν ο γιος του, αντιμέτωπος πλέον με τουλάχιστον δέκα χρόνια φυλάκισης, αρνείται να καταφύγει στην ίδια τεχνική για τη μείωση της ποινής του, ο Μάθιους αναγκάζεται να πλησιάσει μια αδίστακτη υποψήφια για τη Γερουσία (η Σούζαν Σαράντον σε ένα ρόλο που ξεχνάει κάθε ίχνος συναισθηματισμού) και να συνάψει μαζί της μια επικίνδυνη συμφωνία: ο ίδιος θα της παραδώσει εγκληματίες διακίνησης ναρκωτικών και εκείνη θα απαλλάξει το γιο του από τις κατηγορίες.
Κι αν, από την παραπάνω σύνοψη, αναρωτιέσαι ακόμα πού είναι το κλωτσομπουνίδι και οι καταδιώξεις με τα αυτοκίνητα, καλά κάνεις. Παραδόξως, το «Καρφί» επιμένει πολύ περισσότερο στη νομική διάσταση της υπόθεσης και τις (μελοδραματικές) σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων παρά στα εντυπωσιακά σκηνικά καταδιώξεων ή συμπλοκών σώμα με σώμα. Για την ακρίβεια, η πρώτη πραγματική σκηνή δράσης έρχεται σχεδόν στο τέλος της πρώτης ώρας της ταινίας με τη δεύτερη να ακολουθεί περίπου μισή ώρα μετά. Τρίτη δεν υπάρχει (!). Παρ’ όλα αυτά, σε αυτές τις δύο σκηνές δράσης, η προϋπηρεσία του Ρικ Ρόμαν Γουό ως κασκαντέρ γίνεται εμφανής, όπως και η προσπάθεια για μια πιο παλιομοδίτικη προσέγγιση στα δρώμενα, αισθητικής δεκαετίας του 1990 (οριακά και ’80).
Η υπόλοιπη ταινία εστιάζει κυρίως στις προσωπικές ζωές και τις αποφάσεις τόσο του Μάθιους όσο και ενός υπαλλήλου του, πρώην κατάδικου, που γίνεται το μέσο που τον συστήνει στα κατάλληλα άτομα. Σαφώς και η ανάπτυξη των χαρακτήρων δεν προχωρά σε βάθος, όμως, ο χρόνος που ο σκηνοθέτης αφιερώνει στις αλληλεπιδράσεις τους δημιουργεί έκπληξη (με μέτρο η χρήση της λέξης) για τέτοιου είδους ταινία. Αυτό δημιουργεί μια περίεργη ισορροπία στο φιλμ και, ενδεχομένως, να ξενίσει εκείνους που περίμεναν ένα αμιγώς περιπετειώδες σκηνικό (για εκείνους, υπάρχει ακόμα το «Fast & Furious 6»).
Εκείνο, όμως, που γίνεται εμφανές στη διάρκεια της ταινίας, είναι ότι ο Τζόνσον προσπαθεί να βρει τον κατάλληλο ρόλο, που, ενώ δε θα πηγαίνει κόντρα στο (μυώδες) παρουσιαστικό του, θα τον στρέψει παράλληλα σε πιο απαιτητικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Πολλά πράγματα δεν καταφέρνει σε αυτή την περίπτωση, καθώς ο χαρακτήρας του παραμένει σχηματικός μέχρι το τέλος, όπως και η πλειοψηφία των ηρώων της ιστορίας, όμως, η προσπάθεια κερδίζει μερικούς πόντους έστω και μόνο για τις προθέσεις της. Ίσως την επόμενη φορά, όταν το σενάριο θα δίνει δυνατότητες για διεύρυνση του ερμηνευτικού εύρους.