ΜΠΕΡΔΕΜΑΤΑ ΣΤΟ BROADWAY (2015)
(SHE'S FUNNY THAT WAY)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Μπογκντάνοβιτς
- ΚΑΣΤ: Ίμοτζεν Πουτς, Όουεν Γουίλσον, Κάθριν Χαν, Ρις Ίφανς, Τζένιφερ Άνιστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Πρώην call girl και νυν ανερχόμενη ηθοποιός προκαλεί αναστάτωση, παρεξηγήσεις και αμέτρητα… μπερδέματα σε έναν θεατρικό θίασο, στην πορεία της προς την απόλυτη (;) επιτυχία. Η «Pretty Woman» τώρα και στο θέατρο.
«Οχτώ εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτή την πόλη και όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους», φωνάζει απελπισμένη κάποια στιγμή μέσα στην ταινία η ηρωίδα που υποδύεται η Τζένιφερ Άνιστον, δηλώνοντας ουσιαστικά το ίδιο το αξίωμα της ταινίας. Γιατί στα «Μπερδέματα στο Broadway», οι συμπτώσεις είναι ο κανόνας, οι παρεξηγήσεις η μόνη σταθερά και οι απρόοπτες συναντήσεις το μόνο καθημερινό φαινόμενο. Ένα είναι το ξενοδοχείο στο οποίο θα καταφύγουν για τις ατασθαλίες τους όλοι οι ήρωες, ένα το εστιατόριο που θα προτιμήσουν τα παράνομα ζευγάρια και ίδιες οι ώρες της ημέρας που θα επιλέξει ο καθένας να κυκλοφορήσει, ώστε η σύγκρουση με το άτομο που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συναντήσει να γίνει αναπόφευκτη. Ο Μπογκντάνοβιτς θέτει τους κανόνες από την αρχή και κανείς δεν δικαιούται να διαμαρτυρηθεί για την υπερβολή τού σεναρίου, παρά μόνο να γίνει συνένοχος στην παράνοιά του.
Η ιστορία, εξάλλου, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια ανανεωμένη παραλλαγή του… «Pretty Woman», με την Ίζι της Ίμοτζεν Πουτς να έχει ήδη ξεπεράσει το παρελθόν της ως call girl στην αρχή της ταινίας, δίνοντας την πρώτη της μεγάλη συνέντευξη ως star του θεάτρου. Αυτό που παρακολουθούμε είναι η αφήγηση της ιστορίας της, ο τρόπος με τον οποίο γνώρισε τον σκηνοθέτη του Broadway, Άρνολντ Άλπερτσον (ο Όουεν Γουίλσον παραμένει στην ερμηνευτική σχολή τού «Μεσάνυχτα στο Παρίσι»), τα μέσα που χρησιμοποίησε για να πάει μπροστά, πάντα προς όφελός της, και όλοι οι τρελοί τύποι που συνάντησε στην πορεία, από τον θίασο του θεατρικού (που, όχι και τόσο απρόσμενα, αποτελούνταν από επικαλυπτόμενα ερωτικά τρίγωνα) και μια εκκεντρική ψυχολόγο μέχρι τη γυναίκα του σκηνοθέτη και τους δικούς της απαιτητικούς (και ιδιαίτερους) πελάτες (δώσε βάση στα cameos, ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να εμφανιστεί ο… #no_spoilers!).
Κανείς δεν πρόκειται να θεωρήσει το σενάριο της ταινίας το πιο πνευματώδες του κόσμου, όμως δύσκολα μπορείς να αμφισβητήσεις την εξαιρετική αίσθηση ρυθμού που βγάζει το φιλμ, ενορχηστρώνοντας θαυμάσια αμέτρητες υποπλοκές, δίχως να αφήνει κενά αμηχανίας ανάμεσα στις αφηγήσεις. Στα ενενήντα λεπτά του, δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου νεκρός χρόνος, παρά μια συνεχής ροή gags, ατακών και σκηνών παρεξηγήσεων που είναι γνήσια αστείες και απενοχοποιημένα σαφείς στον σκοπό τους, να διασκεδάσουν και να προσφέρουν γέλιο. Η δε οικονομία της ταινίας είναι τέτοια που θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτούσια στο (ή να προέρχεται άνετα από το) σανίδι, σε οποιαδήποτε μάλιστα δεκαετία (η αίσθηση της screwball κωμωδίας από τα 30’s είναι, επίσης, εμφανής), καθώς αγνοεί παντελώς την έννοια του χρόνου, χωρίς να καταλήγει να είναι και παλιομοδίτικη.
Κι αν ο Όουεν Γουίλσον παραμένει συμπαθής, αλλά στο πλαίσιο του τυπικού και της συνηθισμένης κωμικής του περσόνας, οι γυναίκες του καστ αποδεικνύονται κωμικοί φωστήρες, με κάθε μία να προσεγγίζει διαφορετικά την τρέλα που απαιτεί ο ρόλος της. Η μεν Ίμοτζεν Πουτς συνδυάζει αφέλεια με μια ακαταμάχητη γοητεία και ενστικτώδη εξυπνάδα ανάμεσα σε αμέτρητες παρεξηγήσεις, η δε Κάθριν Χαν αφήνει την υστερία τού χαρακτήρα της να εμφανίζεται σε δόσεις με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση ενώ, καλύτερη από όλες, η Τζένιφερ Άνιστον, η οποία ισοπεδώνει τον ανταγωνισμό κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, καταφεύγει στις φαρμακερές ατάκες με μνημειώδη ψυχραιμία, αφήνοντας τα λόγια αντί για τις πράξεις να κάνουν την πραγματική δουλειά. Στο τέλος της ταινίας, όσο κι αν όλοι έχουν μερίδιο στο χαμόγελο που εμφανίζεται στο πρόσωπό σου, το μεγαλύτερο μέρος του χειροκροτήματος θα το χρωστάς ακριβώς σε αυτή την ερμηνεία.