ΜΠΑΝΤΙ: Ο ΡΟΚ ΣΤΑΡ 3 (2022)
(ROCK DOG 3: BATTLE THE BEAT)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι Μπελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Απογοητευμένος από την άγνοια της νέας γενιάς περί rock κουλτούρας, ο Μπάντι παίρνει θέση coach σε τηλεοπτικό talent show, με στόχο να μάθει άπαντες να ροκάρουν. Η τηλεοπτική φήμη, όμως, είναι ενίοτε γλυκιά, διαβρώνοντας προσωπικότητες και χαρακτήρες.
Από τη στιγμή που ο rock star Μπάντι δεν πτοήθηκε από την παταγώδη αποτυχία του πολυδιαφημισμένου original φιλμ του έξι χρόνια πριν, επιστρέφοντας μόλις πέρσι με ένα σαφώς πιο περιορισμένου βεληνεκούς sequel, ήταν μάλλον βέβαιο πως σύντομα θα… ξανάπιανε την κιθάρα του. Τούτη η δεύτερη συνέχεια των μουσικών περιπετειών του rock σκύλου δεν διαφέρει σε τίποτα από τις προηγούμενες εμφανίσεις του, «επενδύοντας» εκ νέου στη φτήνια της παραγωγής και ρίχνοντας παράλληλα αποκλειστικές ματιές στο (μονοψήφιας ηλικίας) ανήλικο κοινό.
Αν το «Ροκ Σταρ 2» καταπιανόταν με τα «βρώμικα» παρασκήνια της δισκογραφικής παραγωγής, τούτο επιχειρεί κάτι ανάλογο με τα αντίστοιχα της τηλεοπτικής. Ο Μπάντι έχει επιστρέψει από την πολύμηνη περιοδεία του στην ηρεμία του χωριού κι ανακαλύπτει πως άπαντες έχουν πάθει ψύχωση με την εκπομπή «Battle the Beat», ένα μουσικού ενδιαφέροντος talent show (σαν να λέμε «The Voice»). Όταν συνειδητοποιεί πως το κοριτσίστικο συγκρότημα Κ9 (καλό, ε;)… σκυλουρίζει κατά κορεάτικη pop μεριά, αγνοώντας πλήρως τον Άγγλουρα θρύλο της rock Άνγκους Σκάτεργκουντ, αποφασίζει να λάβει θέση στην καρέκλα του show και να τους διδάξει πέντε πράγματα. Κατά τα συνήθη προηγούμενα, τα πράγματα (ασφαλώς) αποδεικνύεται πως δεν είναι όπως έδειχναν, με τον καλόκαρδο Μπάντι να πέφτει θύμα της αφέλειάς του.
Οι παραγωγοί του φιλμ δεν επαναλαμβάνουν το σφάλμα του περσινού sequel, όπου ο Άνγκους, μακράν ο πιο αβανταδόρικος χαρακτήρας της σειράς, ήταν εξαφανισμένος από την πλοκή, δίνοντάς του εδώ μπόλικο μερίδιο εμφάνισης. Το πρόβλημα είναι πως οι… αμνησιακές του περιπέτειες, αν και εν γένει χαβαλεδιάρικες, δεν βγάζουν κανένα νόημα σε σχέση με το βασικό στόρι. Από την άλλη, βέβαια, κανένα απολύτως νόημα δεν βγαίνει κι από τους απώτερους στόχους που η παραγωγή του «Battle the Beat» προσδοκά (έχει να κάνει με την αιώνια αντιπαλότητα λύκων και προβάτων, αλλά μην το ψάχνετε…), με το σχετικό σεναριακό twist να ξεπερνά κατά πολύ (σε έμπνευση ακατανόητου σουρεαλισμού) ακόμα και τον προβατόμορφο manager μίστερ Λανγκ του «Ροκ Σταρ 2». Η κριτική προς την τοξικότητα της εφήμερης τηλεοπτικής δόξας και (κυρίως) η αδιαφορία που χαρακτηρίζει τη νέα γενιά ως προς το παρελθόν και την Ιστορία της μουσικής διατηρούν ένα κάποιο επίπεδο σεναριακής ευστοχίας, εν τούτοις, είναι βασισμένα περισσότερο σε σοσιαλμιντιακού τύπου ευφυολογήματα που ξεχνιούνται στη στιγμή, παρά στην καλοδουλεμένη ανάπτυξη της αφήγησης.
Η ποιότητα του animation διατηρεί τα… χαμηλά standards των προηγούμενων κεφαλαίων, ήτοι αξιοπρεπής για τηλεοπτική παραγωγή, μα αδύναμη για τις ανάγκες της κινηματογραφικής θέασης. Τα δε τραγούδια που χαρακτήριζαν το franchise (ως πλήθος και όχι ως σπουδαίες μουσικές συνθέσεις) είναι σαφέστατα περιορισμένα εδώ, με τη rock χροιά του ήχου να έχει πάει (παραδόξως!) περίπατο. Ενήλικες αναφορές, ανάλογες των περσινών στους Rolling Stones, ούτε για δείγμα δεν υπάρχουν, με μοναδικό στοιχείο adult προβληματισμού να στέκει (ίσως) η διαμέσου Μπάντι πικρή συνειδητοποίηση ότι άνευ προσαρμοστικότητας τη σήμερον ημέρα, μοιάζεις με… λείψανο. Η λύση, όμως, είναι απλή και ισχύει για όλες τις ηλικίες: έχε πίστη στις δυνάμεις σου και στις αρχές σου, κι όλα θα πάρουν το σωστό δρόμο! Το μόνιμο επιμύθιο του συνόλου σχεδόν των animated ταινιών, δηλαδή, δεν θα μπορούσε να λείπει από το «Μπάντι: Ο Ροκ Σταρ 3». Κι άσε τους λύκους και τα πρόβατα στα υψίπεδα του Θιβέτ να προσπαθούν να βγάλουν την άκρη μεταξύ τους.