Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ (2015)
(QUEEN OF THE DESERT)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βέρνερ Χέρτσογκ
- ΚΑΣΤ: Νικόλ Κίντμαν, Τζέιμς Φράνκο, Ντέιμιαν Λιούις, Ρόμπερτ Πάτινσον, Τζένι Άγκουτερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Μορφωμένη δεσποινίς εξ Αγγλίας, της οποίας η παιδεία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τις συζυγικές της προοπτικές, αποφασίζει να μετοικίσει στην Τεχεράνη και, στην πορεία, να παίξει καταλυτικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της περιοχής. Και να ερωτευτεί, φυσικά.
H «Βασίλισσα της Ερήμου» παρουσιάζει την ιστορία της Γκέρτρουντ Μπελ, Βρετανίδας συγγραφέως, εξερευνήτριας, ανήσυχου πνεύματος, αρχαιολόγου και, τελικά, ισχυρού παράγοντα πολιτικής επιρροής, που μέσω των ταξιδιών της στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας, επηρέασε δραστικά τις πολιτικές εξελίξεις στον χώρο και βοήθησε καταλυτικά στον μετέπειτα σχηματισμό του χάρτη της περιοχής, μέσα από τη σχέση της με τις γηγενείς φυλές και την ουσιαστική γνώση των συμπεριφορών τους. Στην ουσία της, η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα spin-off του «Λόρενς της Αραβίας», καθώς όχι μόνο ο διάσημος ιστορικός και κινηματογραφικός χαρακτήρας κάνει από την αρχή την εμφάνισή του (από την πρώτη κιόλας στιγμή, για την ακρίβεια) αλλά και επειδή η προσέγγιση της Γκέρτρουντ λίγο πολύ ακολουθούσε τους ίδιους άξονες.
Από πού μπορεί, όμως, να ξεκινήσει κανείς να απαριθμεί τι πήγε… στραβά με αυτή τη «Βασίλισσα»; Από τη βαρετή, συμβατική αφήγηση του Χέρτσογκ που, αν και «παλαιάς κοπής», δεν καταφέρνει να μεταδώσει στο ελάχιστο τη λάμψη των χολιγουντιανών παραγωγών του είδους από το μακρινό παρελθόν; Από το γενικά ατυχές καστ, που περιλαμβάνει μια έντιμη αλλά «ατσαλάκωτη» Νικόλ Κίντμαν, έναν Τζέιμς Φράνκο που μοιάζει σε κάθε στιγμή έτοιμος να σκάσει στα γέλια και έναν Ρόμπερτ Πάτινσον που, παρά τα πρότερα θετικά δείγματα ερμηνειών του, μοιάζει απλά ντυμένος ως Λόρενς της… Αποκριάς; Ή μήπως από την αφηγηματική ροή, που εγκαταλείπει την ηρωίδα της ταινίας στο δεύτερο μισό να πλανιέται δίχως προορισμό στην έρημο, κάνοντας τούτη τη φιλμική εμπειρία απόλυτα βαρετή;
Τουλάχιστον, το πρώτο μισό, το οποίο αναλαμβάνει και τον πιο «ρομαντικό» ρόλο τού φιλμ, έχει έναν αέρα μελλοντικού bad-movie-we-love, με έναν ακούσιο camp χαρακτήρα, που, αν και χτυπάει ως λάθος, κάνει την παρακολούθηση ανεκτή, έως και ένοχη απόλαυση. Εξάλλου, ο έρωτας μεταξύ Κίντμαν και Φράνκο είναι τόσο… εξωγήινος που αναμένεις από στιγμή σε στιγμή να μετατραπεί σε σατιρικό σκετς, βγαλμένο από μια… παρωδία επικού βιογραφικού φιλμ! Στο δεύτερο μισό, ωστόσο, όταν η αφήγηση επιχειρεί να εξιστορήσει το πιο «σοβαρό» κομμάτι της πλοκής της, η πρότερη πλάκα εξαφανίζεται και απομένει μόνο ένας χαρακτήρας που απλώς περιφέρεται στην έρημο, χωρίς να καταφέρνει να εμφανίσει σημάδια εξέλιξης.
Προφανώς, η ίδια η Μπελ ήταν μια πολύπλοκη, δυναμική και άκρως ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, μπροστά από την εποχή της – όμως στην ταινία του Χέρτσογκ δεν υπάρχει παρά μόνο το φάντασμά της. Μόνο οι επεξηγηματικοί τίτλοι τέλους δίνουν την πραγματική διάσταση της παρουσίας της στην ιστορία. Ακόμα κι αν ο Χέρτσογκ επιθυμεί να δείξει την ηρωίδα του να θέλει να σπάσει τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της και να χαράξει τη δική της πορεία, στο τέλος παραδίδει ένα φιλμικό προϊόν που μένει μόνο στις ευγενείς προθέσεις, χωρίς να καταφέρνει να περάσει με επιτυχία το (εξαιρετικά σημαντικό κατά τα άλλα) μήνυμά του.