ΠΕΡΣΟΝΑ (1966)
(PERSONA)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
- ΚΑΣΤ: Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν, Γκούναρ Μπιέρνστραντ, Μαργκαρέθα Κρουκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 83'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Η Ελισαμπέτ Βόγκλερ, μία διάσημη ηθοποιός, ξαφνικά και χωρίς προφανείς λόγους υγείας, μένει μουγκή. Η ευχάριστη, χαμογελαστή νεαρή νοσοκόμα Άλμα αναλαμβάνει την αποθεραπεία της στο απομονωμένο εξοχικό της Ελισαμπέτ. Οι δύο γυναίκες αναπτύσσουν σταδιακά μια παράξενη σχέση αλληλεξάρτησης.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δημιούργησε αρκετές ταινίες που άλλαξαν τη ροή και την υφή του σύγχρονου σινεμά παγκοσμίως. Ωστόσο, ίσως καμία δεν είχε μεγαλύτερη επίδραση από αυτήν, τον πρώτο ουσιαστικό πειραματισμό του με ένα νέο είδος κινηματογραφικής αφήγησης, μακριά από την αναζήτηση του θρησκευτικού υπαρξισμού, με επίκεντρο τον ανθρώπινο, ψυχολογικό υπαρξισμό και τις άμεσες επιπτώσεις στον χαρακτήρα και την ατομική προσωπικότητα. Η «Περσόνα» του 1966 αποτέλεσε το τεράστιο μεταίχμιο της καριέρας του, με τις ριζικές αλλαγές αισθητικής, στυλ και περιεχομένου που επηρέασαν τους μεταγενέστερους «maître» του ψυχολογικού σινεμά, από τον Φασμπίντερ και τον Κρόνενμπεργκ, στον Αρονόφσκι και τον Φίντσερ.
Το 1965, καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με πνευμονία και δηλητηρίαση, ο Μπέργκμαν (με την πνευματική «βοήθεια» του αγαπημένου του θεατρικού συγγραφέα, Αυγούστου Στρίντμπεργκ) εμπνεύστηκε να γράψει μια «σονάτα για δύο μουσικά όργανα», το ένα εκ των οποίων είναι ηχηρά… σιωπηλό. Η διάσημη ηθοποιός Ελισαμπέτ χάνει ξαφνικά τη φωνή της και, φεύγοντας από την κλινική για αποθεραπεία και ξεκούραση στο εξοχικό της, μια νεαρή νοσοκόμα αναλαμβάνει την περίθαλψή της. Η Άλμα, με το αισιόδοξο χαμόγελο και τη μόνιμα ευχάριστη διάθεση, πασχίζει με κάθε τρόπο να βοηθήσει, αλλά και να αποκωδικοποιήσει την ήρεμη, αινιγματική και σιωπηλή Ελισαμπέτ, ενώ προσπαθεί να σπάσει τη σιωπή τής «ασθενούς» και του απόξενου περιβάλλοντός τους μιλώντας (συχνά ακατάπαυστα) για την προσωπική της ζωή, τις εμπειρίες αλλά και τα νυχτερινά της όνειρα. Η Ελισαμπέτ την αφήνει, σχεδόν την παροτρύνει να συνεχίσει, με την αιθέρια ομορφιά της να γοητεύει την Άλμα. Καθώς ο καιρός περνά, οι δύο γυναίκες αρχίζουν φαινομενικά να «συγχωνεύονται», ωστόσο αναπόφευκτα η μία προσωπικότητα θα επικρατήσει της άλλης, με τη μονόπλευρη προδοσία να καταστρέφει τις έτσι κι αλλιώς ασταθείς ισορροπίες.
Γυρισμένη στο νησί του Μπέργκμαν, το Φόρε, με τη μεγαλειώδη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός εκ των κορυφαίων κινηματογραφιστών, του Σβεν Νίκβιστ, η «Περσόνα» σε πλήρη αντίθεση με πρότερα και εξίσου κλασικά «έπη» της καριέρας του αποτελεί ένα έντονο, ατμοσφαιρικό και κατά στιγμές αλλόκοτα κλειστοφοβικό ψυχολογικό δράμα «δωματίου», με έντονη θεατρικότητα στο στήσιμο, μα ταυτόχρονα και μία ριζοσπαστικά άμεση κινηματογραφική ματιά, που στηρίζεται πιο έντονα από ποτέ στα επίμονα, συνεχόμενα κοντινά πλάνα, κυρίως στα δύο πανέμορφα (και παρόμοια!) πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστριών του, της Άντερσον και της Ούλμαν (μιας πρώην και μιας μελλοντικής συντρόφου του σκηνοθέτη), καθώς αφηγούνται, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, την ιστορία τους. Ταυτόχρονα, το σενάριο του Μπέργκμαν είναι μινιμαλιστικό ως προς την αποκάλυψη των βασικών αιτιών που τις έφεραν μαζί, όπως το γιατί η Ελισαμπέτ έχασε τη φωνή της (αν την έχασε ποτέ) και το πώς η Άλμα το βρήκε τόσο άμεσα εύκολο να εξομολογηθεί ενδόμυχες σκέψεις και προσωπικές εμπειρίες σε μία άγνωστη γυναίκα που θα έπρεπε να είναι ασθενής της και τίποτε πρισσότερο. Καθώς η σχέση τους γίνεται όλο και πιο στενή (και παράξενη), οι γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης / παραίσθησης αρχίζουν να «ξεβάφουν», με σουρεαλιστικές νότες που διαστρέφουν (τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για το κοινό) την αίσθηση του αληθινού, καθώς νυχτερινά όνειρα και φαντασιώσεις αναμειγνύονται με το πρωινό ξύπνημα, και οι φοβίες του μοντέρνου, «απ’ έξω» κόσμου εμφανίζονται σαν ακάλεστες και δυσάρεστες σφήνες (όπως η επαναλαμβανόμενη παρουσία σοκαριστικών εικόνων στην τηλεόραση).
Οι βασικοί συμβολισμοί δεν είναι υπερβολικά δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν: το όνομα «Άλμα» σημαίνει «ψυχή» στα λατινικά. Η λέξη «περσόνα» σημαίνει «μάσκα», «βιτρίνα» και, κατά τον Κάρλ Γιουνγκ (άλλη μεγάλη επιρροή του Μπέργκμαν) «η προσωπικότητα που προβάλλει ένα άτομο προς τα έξω, και όχι η αληθινή του ψυχή (= alma)». Από εκεί κι έπειτα, ο Μπέργκμαν δημιουργεί μία από τις πιο πολυσύνθετες, περίπλοκες και έντονες ψυχογραφίες στην ιστορία του σινεμά, καθώς οι μάσκες εναλλάσσονται, ραγίζουν και (ίσως) πέφτουν, κατά την προσπάθεια αναζήτησης ή και αποφυγής της καλά κρυμμένης alma, σε ένα μεγάλο ψυχολογικό puzzle που «κινδυνεύει» να μείνει άλυτο, όσο οι μορφές των δύο γυναικών τείνουν να συγχωνευτούν σε μία.