ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ Ή ΤΗ ΜΑΜΑ; 2 (2016)
(PAPA OU MAMAN 2)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρτάν Μπουρμπουλόν
- ΚΑΣΤ: Λοράν Λαφίτ, Μαρίνα Φόις, Αλεξάντρ Ντερουσό, Σαρά Ζιροντό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Βενσάν και η Φλοράνς, χωρισμένοι πλέον, προσπαθούν να ικανοποιήσουν την επιθυμία των παιδιών τους, τα οποία τους θέλουν ξανά μαζί. Εκείνοι, όμως, κάθε άλλο παρά τέτοια πρόθεση έχουν.
Σχεδόν τρία εκατομμύρια εισιτήρια έκοψε στη Γαλλία το πρώτο «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;», η επιτυχία του οποίου οδήγησε τον σκηνοθέτη Μαρτάν Μπουρμπουλόν στην απόφαση να μην αρκεστεί σε μία και μόνο απόπειρα να φέρει την αμερικανικού τύπου κομεντί στα γαλλικά μέτρα (με συμπαθητικά κατά τη γνώμη μου αποτελέσματα το 2015, κι ας ξέρω ότι ο Φραγκούλης θα με κυνηγήσει γι’ αυτό!), αλλά να ακολουθήσει πλήρως τις επιταγές τού Χόλιγουντ για sequel σε καθετί εισπρακτικά κερδοφόρο. Όσο, όμως, συμπαθητικό (ή και όχι) να βρήκε κάποιος το φιλμ εκείνο, είναι αδύνατον να μπορέσει να πει έστω και μισή καλή κουβέντα για τούτη τη συνέχειά του.
Το «εύρημα» της πρώτης ταινίας της σειράς (πλέον…) είχε να κάνει με τον άτυπο διαγωνισμό αντισυμβατικής συμπεριφοράς στον οποίο επιδιδόταν ένα ευρισκόμενο στα μαχαίρια ζεύγος, με το βραβείο για τον νικητή να είναι η απαλλαγή από τα οικογενειακά βάρη της ανατροφής των παιδιών, κάτι το οποίο παρείχε σαν bonus την πλήρη αφοσίωση σε μια δελεαστική επαγγελματική καριέρα στο εξωτερικό. Εδώ, είναι τα παιδιά που παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, καθώς βλέπουν πως οι γονείς τους μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε, και τους αναγκάζουν να προσπαθήσουν, έστω, να τα βρουν μπας και ξαναγίνουν μια χαρούμενη οικογένεια. Μέχρι, όμως, να φτάσουμε ως αυτό το σημείο έχουν γίνει οι απαραίτητες (επανα)συστάσεις, στις οποίες βρίσκουμε τον Βενσάν και τη Φλοράνς να είναι μεν χωρισμένοι ζώντας σε διαφορετικά σπίτια, πλην όμως αυτά να βρίσκονται… το ένα απέναντι από το άλλο, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται να είναι ιδιαιτέρως ανοιχτόμυαλοι σε ό,τι έχει να κάνει τόσο με την κηδεμονία των παιδιών όσο και με την εκατέρωθεν προσωπική τους ζωή, μιας και διατηρούν (ή έτσι φαίνεται, τουλάχιστον) φιλικές σχέσεις με τους νέους συντρόφους αλλήλων.
Ο άγραφος κανόνας των sequels λέει πως είναι πάντα… χειρότερα από το original. Ετούτο εδώ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, μιας κι έχει βαλθεί όχι μόνο να αποδείξει το σοφόν της ρήσης, αλλά και να θέσει σοβαρότατη υποψηφιότητα για τη χειρότερη συνέχεια που έχει γυριστεί ποτέ! Εάν το πρώτο φιλμ σωζόταν κάπως από μερικές τραβηγμένες καταστάσεις που όμως είχαν νεύρο και ρυθμό, εδώ υπάρχει… το απόλυτο τίποτα. Το δήθεν επαναλαμβανόμενο αστείο με το νεο(γέννητο) μέλος της οικογένειας, το οποίο συνεχώς ξεχνούν εδώ κι εκεί οι αφηρημένοι γονείς, είναι περισσότερο θλιβερό απ’ ό,τι αστείο, ενώ η υφέρπουσα ζήλεια που νιώθει ο Βενσάν για τον αυτοδημιούργητο μεγαλόστομο εκατομμυριούχο, νέο δεσμό της Φλοράνς, δεν οδηγεί πουθενά, αφού κατά έναν «μαγικό» τρόπο τόσο εκείνος όσο και η χαμηλών τόνων Μπενέ (η σύντροφος του Βενσάν) εξαφανίζονται εντελώς από την πλοκή στα μισά του έργου, ενώ αρχικά έδειχναν πως θα παίξουν έναν κάποιο ρόλο στην υπόθεση. Για να μην πιάσουμε την εκ νέου επίδειξη σκηνοθετικής «βιρτουοζιτέ» (ή μήπως ματαιοδοξίας;), με το άχρηστο εναρκτήριο μονοπλάνο, το οποίο διατηρεί (άγνωστο για ποιον λόγο) την αντίστοιχη παράδοση του πρώτου φιλμ.
Όταν η δράση μεταφέρεται (λίγο μετά τη μέση) στο νησί της Ρεϊνιόν, εκεί όπου η οικογένεια πρόκειται να γιορτάσει την επέτειο γάμου των γονιών της Φλοράνς, η φάρσα ξεφεύγει σε επίπεδα που ουδείς θα τολμούσε να φανταστεί (η σεκάνς της διάλυσης της τελετής ανανέωσης όρκων είναι ό,τι πιο κακόγουστο έχουμε δει όχι μόνο φέτος, αλλά εδώ και πολύν καιρό). Η προσπάθεια αποδόμησης του τυπικού, ευχάριστου οικογενειακού βίου μέσω ενός ακραίου και χοντροκομμένου χιούμορ μόνο ως τέτοια μένει, κάνοντας την επιλογή στην ερώτηση «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;», πανεύκολη: με κανέναν από τους δύο, φυσικά! Κάλλιο μόνος, παρά αυτό το μαρτύριο.