Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ (2020)
(NOMADLAND)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλόι Τζάο
- ΚΑΣΤ: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στραδέρν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Φερν χάνει τον άντρα της, αφού η οικονομική κρίση της έχει ήδη πάρει το σπίτι και τη δυνατότητα να βιοπορίζεται υπό συνθήκες μονιμότητας. Η επιλογή της, να ζει πια μέσα σ’ ένα παλιό βανάκι, θα ριζώνει όλο και περισσότερο μέσα της, καθώς θα συμπορεύεται και με άλλους σύγχρονους νομάδες από διαφορετικές Πολιτείες των ΗΠΑ.
Το σχεδόν… «υποχρεωτικό» Όσκαρ καλύτερης ταινίας της φετινής χρονιάς μοιάζει κάπως πιο σοκαριστικό από την ανακοίνωση εκείνης της επεισοδιακής βράβευσης του «Moonlight» προ ετών, καθώς (ουσιαστικά) δεν πρόκειται για μία καλλιτεχνική πρόταση των μελών / ψηφοφόρων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που αγκαλιάζει το indie σινεμά, αλλά για την κατάληξη ενός τεράστιου αδιέξοδου στο οποίο βρέθηκε πέρσι η παγκόσμια κινηματογραφία εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19. Χωρίς μεγάλες παραγωγές, χωρίς το μέγεθος της μεγάλης οθόνης, το 2021 θα μας μείνει στη μνήμη οσκαρικά σαν μια χρονιά «φάντασμα», η οποία μεταφορικά θυμίζει την… «πόλη φάντασμα» που αναγκάστηκε ν’ αφήσει πίσω της η ηρωίδα της «Χώρας των Νομάδων», όταν σχεδόν όλοι οι κάτοικοί της έμειναν χωρίς δουλειά. Σχεδόν όπως κι εμείς μείναμε… χωρίς σινεμά!
Υπάρχει ρεαλισμός στο φιλμ της Κλόι Τζάο, υπάρχει ομορφιά, αγριότητα ή και λυρισμός στις σιωπηλές εικόνες της, υπάρχει σεβαστή ποιότητα δουλειάς σε πολλά επίπεδα, όμως όλα, κάπου στην πορεία, αισθάνεσαι να «θυσιάζονται» στο βωμό μιας σεναριακής ανεπάρκειας που καθιστά την αφήγηση της ιστορίας της Φερν προβληματική. Η γυναίκα αυτή έχει χάσει τα πάντα. Ο θάνατος του συζύγου της είναι το τελευταίο χτύπημα της μοίρας που δέχεται και την αναγκάζει να πάρει τους δρόμους, για να καταλήξει ένα έρμαιο της εποχικής απασχόλησης, διανύοντας αποστάσεις επτά Πολιτειών μέσα σ’ ένα βανάκι, το οποίο μετατρέπεται σε μόνιμη «κατοικία», αλλά και «lifestyle» όταν θ’ αναμειχθεί με μια ομάδα νομάδων που συναντιέται ετησίως στην έρημο της Αριζόνα για να κάνει τον (σαν καθαρτική τελετή, ανάμεσα στο χώμα, τις πέτρες, τα βράχια και τον ήλιο μονάχα) απολογισμό της.
Ο δύστροπος και διόλου επικοινωνιακός χαρακτήρας της Φερν εμποδίζει να σχηματιστεί μια (πιο) κινηματογραφική ιστορία, την οποία «σαμποτάρει» ο απόλυτος νατουραλισμός της Τζάο, βάζοντας μέχρι και απλούς ανθρώπους που στην πραγματικότητα έχουν επιλέξει τούτο τον τρόπο διαβίωσης, να παριστάνουν το «καστ» της ταινίας δίπλα στην Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η οποία προφανώς και επιδόθηκε στο αποκαλούμενο «method acting», ζώντας και η ίδια έτσι για ένα διάστημα σχεδόν πέντε μηνών. Το ερώτημα που θέτει η ταινία, τελικά, είναι το αν ένας τέτοιος βαθμός ρεαλισμού μπορεί να οικειοποιηθεί την έννοια ενός κινηματογραφικού έργου μυθοπλασίας, το οποίο «δανείζεται» μία ηθοποιό και την εισάγει σ’ ένα (παράδοξα) αληθινό set, σε ρόλο που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον αφηγητή / ερευνητή ενός ντοκιμαντέρ ή (πιο άβολα) σ’ εκείνον του… θεατή ενός «αξιοπερίεργου» σύμπαντος, έξω από τις τυπικές σταθερές του κοινωνικού βίου.
Μοιραία, η επαναληπτικότητα του καταστασιακού και η αποσπασματικότητα των σκηνών από τις οποίες αποτελείται το φιλμ, κάπου καταπνίγουν τη συναισθηματική φόρτιση, που βρίσκει γόνιμο έδαφος κυρίως στις σεκάνς όπου η Φερν συναντά ξανά τον κόσμο της «κανονικότητας» και συγκρούσεις με ανθρώπους πιο δικούς της, με τους οποίους θα πρέπει να κάνει διάλογο, να υπερασπιστεί την επιλογή της φυγής από τον προηγούμενο τρόπο ζωής της, να βρει επιχειρήματα που θα της δώσουν (;) το πάνω χέρι ή… θα την οδηγήσουν ξανά στην απέλπιδα «απόδρασή» της από ευθύνες και τη συντροφικότητα που μάλλον περισσότερο απαρνείται, πλέον.
Η «ορφάνια» της στέγης και της θαλπωρής του να μοιράζεσαι τη ζωή κάτω απ’ αυτήν, προκαλεί τις πιο ουσιαστικές σκηνές του έργου, εκείνες στις οποίες η ηρωίδα αποκτά υπόσταση και έχει ταυτότητα, σε αντίθεση με το νομαδικό κομμάτι της αναζήτησής της, εκεί όπου η ΜακΝτόρμαντ μοιάζει περισσότερο με έναν περίεργο «τουρίστα» (όσο κι αν η φυσικότητα της φυσιογνωμίας της καταφέρνει να γίνει ένα με το περιβάλλον), με βλέμμα που σχεδόν μόνιμα επεξεργάζεται κάτι το ξένο. Γύρω στα ενενήντα λεπτά της ταινίας, η πιο συγκλονιστική σκηνή της «Χώρας των Νομάδων», δίχως ίχνος διαλόγου, αναμετράται με το αύριο, τη συνέχεια της ζωής, και για λίγο απογειώνει το σκηνοθετικό όραμα της Τζάο, έξω από το πλαίσιο αυτού του wannabe «βιωμένου» road movie. Άθελά της (ίσως), ειρωνικά. Μέσα σ’ ένα σπίτι. Εκεί που ο άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού κάνει τα πρώτα του βήματα ή δίνει τον μεγάλο του αποχαιρετισμό.
«Home is where the heart is», συνηθίζουμε να λέμε αγγλιστί. Η καρδιά της Φερν, όμως, ανήκει στη χαμένη της αγάπη, η οποία δεν βρίσκεται σε τούτο τον κόσμο, πια. Γι’ αυτό και ο θεατής, όσο βαθιά και να ψάξει στην καρδιά της «Χώρας των Νομάδων», θα βρει ένα κενό. Όχι ένα σπιτικό…