ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ (2023)
(MOTSTÅNDAREN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μιλάντ Αλαμί
- ΚΑΣΤ: Πεϊμάν Μοαντί, Μαράλ Νασιρί, Μπιόρν Έλγκερντ, Αμιραλί Αμπανζάντ, Αρβίν Κανανιάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Αναγκασμένος σε βεβιασμένη φυγή από την πατρίδα του, Ιρανός με σύζυγο και δύο παιδιά αναζητά καταφύγιο οικογενειακώς σε δομή υποδοχής προσφύγων στη Σουηδία. Αναμένοντας την πολυπόθητη άδεια παραμονής, αρχίζει να προπονείται ξανά στην πάλη. Τα φαντάσματα του παρελθόντος, όμως, επιστρέφουν.
Μου είχε αφήσει πολύ θετικές εντυπώσεις με το ντεμπούτο του, «Με Διαβατήριο τη Γοητεία» (2018), ο Ιρανός σκηνοθέτης Μιλάντ Αλαμί. Ο μεγαλωμένος στη Δανία auteur είχε καταφέρει να προσδώσει σ’ ένα κοινωνικό δράμα μετανάστευσης μια αύρα μυστηρίου, ξεφεύγοντας σημαντικά από τα κοινά πρότυπα του είδους, πόσω μάλλον από το (στερεο)τυπικό σινεμά της γενέτειρας του. Με τούτο το δεύτερο σκηνοθετικό του βήμα κινείται στα ίδια βήματα του πρώτου εγχειρήματός του, δείχνοντας αφενός μια παγίδευση σε παραπλήσιας βάσης θεματολογία, αφετέρου δίχως περαιτέρω ανάπτυξη των προβληματισμών του.
Ο τρόπος με τον οποίο μοιάζει η δομή των δύο ταινιών είναι εντυπωσιακός. Αμφότερες ξεκινούν με μια σεκάνς φαινομενικά άσχετη, η οποία ξεκαθαρίζεται κάπου στη συνέχεια της πλοκής. Στην πρώτη, μια γυναίκα βουτούσε από ένα παράθυρο, σε τούτη ένας άνδρας γρονθοκοπεί με μανία (έπειτα από καταδίωξη) κάποιον άλλον. Έπειτα, μεταφερόμαστε στη χιονισμένη Σουηδία (στο «Διαβατήριο» ο ήρωας βρισκόταν ήδη στη Δανία), όπου η οικογένεια του πάτερ φαμίλια Ιμάν προσδοκά στη χορήγηση ασύλου, έχοντας σκαρφιστεί μια ολοφάνερα ψεύτικη ιστορία για τους λόγους που τους ανάγκασαν να φύγουν από το Ιράν (όπως «παραμύθι» έρωτα πουλούσε και ο Ισμαήλ, μήπως και πετύχει τον σωτήριο «λευκό» γάμο). Οι αρμόδιες υπηρεσίες μετανάστευσης των σκανδιναβικών χωρών αποδεικνύονται γραφειοκρατικός λαβύρινθος ,που αντί να βοηθούν θαρρεί κανείς πως στόχος τους είναι να θέτουν εμπόδια. Στον «Αντίπαλο» έχουμε συνεχείς παρατάσεις της τελικής απόφασης των Αρχών, με συχνές και άβολες αλλαγές δωματίων στη δομή φιλοξενίας, ενώ στη «Γοητεία» υπήρχε ένα ασφυκτικό deadline κατάθεσης των απαραίτητων χαρτιών. Σχετικά γρήγορα εισέρχεται στο στόρι ο τρίτος παράγοντας που δίνει νέα κατεύθυνση στο σενάριο, αποσαφηνίζοντας κάποια από τα «σκοτεινά» στοιχεία του. Ο μυστηριώδης θαμώνας του bar με τις ασαφείς προθέσεις του ντεμπούτου γίνεται εδώ ο Σουηδός συναθλητής του Ιμάν στα tapis του τοπικού συλλόγου πάλης, και οι προθέσεις του είναι πιο σαφείς.
Αν, λοιπόν, είναι όλα… περίπου ίδια, ποιος ο λόγος για τον οποίο ο «Αντίπαλος» δεν μου άφησε και τόσο θετική εντύπωση; Στο «Με Διαβατήριο τη Γοητεία», ο Αλαμί χειριζόταν το θέμα του με τρόπο απρόβλεπτο, που φλέρταρε μέχρι και με το νουάρ, δημιουργώντας πετυχημένη ατμόσφαιρα αναμονής και ανατροπών. Εδώ, φυλάει το «μυστικό» του Ιμάν ως κάποιου είδους μεγάλο twist, όμως, είναι τόσο φανερό το τι έχει παιχτεί πίσω στην πατρίδα, από το πρώτο κιόλας δεκάλεπτο. Τα βλέμματα που πέφτουν στο party, στο οποίο για περιπλανιέται για λίγο o οικογενειάρχης Ιρανός, αποκαλύπτουν μέσα σε μια μόλις στιγμή τα πάντα. Τούτο έχει ως συνέπεια το κλίμα του δήθεν μυστηρίου (που πεισματικά διατηρεί στην αφήγηση του ο auteur) να μην έχει λόγο ύπαρξης και ο θεατής, απλά, ν’ αναμένει την επίσημη επιβεβαίωση.
Η απόφαση του Ιμάν, να ξαναγυρίσει στους αγώνες πάλης, η επιμονή του ντόπιου συναθλητή του να πιάσει φιλία μαζί του, καθώς και η πανεύκολη σύμπτωση του ερχομού της πρώην ομάδας του από το Ιράν (στο πλαίσιο κοινού προπονητικού camp) στις εσχατιές της Σουηδίας, φροντίζει για τα περαιτέρω (σεναριακή ευκολία που αφορούσε τη μάνα της υποψήφιας νύφης υπήρχε και στο «Διαβατήριο»). Στην προκειμένη, τα διαδραματιζόμενα έχουν έναν ελαφρώς πιο δραματικό τόνο, αφού κάπου εκεί ανάμεσα εμφανίζεται η τρίτη εγκυμοσύνη της συζύγου, μαζί με τα γενικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι όσοι αναμένουν υπομονετικά την παροχή ασύλου στη δομή. Όλα αυτά δημιουργούν μια στάση αναίτιας αναμονής για κάτι που είναι ολοφάνερο (το στόρι βαλτώνει σε μια συνεχή επανάληψη συζυγικών καβγάδων και προπονήσεων πάλης), πόσω μάλλον όταν η υπόθεση τραβάει αδικαιολόγητα μέχρι το πλήρες δίωρο (έναντι των σφιχτών εκατό λεπτών του ντεμπούτου).
Στα θετικά του φιλμ οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε την ικανότητα του Αλαμί να ξεφεύγει από την «παγίδα» του κατεξοχήν φεστιβαλικού art-house, έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς το κοινό και όχι προς τον ίδιο, όπως και το ταλέντο του στην καθοδήγηση των ηθοποιών, με τον Πεϊμάν Μοαντί (ειδικότερα) ν’ αποδίδει με χαμηλότονη σύνεση τον προσωπικό / εσωτερικό του διχασμό. Κρύβεται μια προφανής σημειολογία πίσω από την ενασχόληση του με το άθλημα της πάλης και τον «αγώνα» που δίνει μέσα του, και σίγουρα θα έπρεπε να είναι πιο τολμηρός και σαφής ο Αλαμί. Στην Ευρώπη, άλλωστε, όπου έχει μεταφέρει τη δράση της ταινίας του, δεν ελλοχεύουν οι κίνδυνοι που παραμονεύουν στα πάτρια εδάφη.