ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ (2013)
(MONSTERS UNIVERSITY)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νταν Σκάνλον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο άριστος αλλά ούτε κατά διάνοια τρομακτικός Μάικ κι ο φυσικού σοκ και δέους αλλά παρτάλι Σάλι, αμοιβαία αντιπαθείς πρωτοετείς στην Ανώτερη Σχολή Φοβιστών, αποτυγχάνουν στις εξετάσεις μετά από «ζημιά» εις βάρος της Κοσμήτορα. Θα ξαναγίνουν δεκτοί στο Τμήμα μόνο αν κερδίσουν διαγωνισμό – θεσμό, συμπράττοντας απρόθυμα ως μέλη αδελφότητας – σούργελου. Μπορούν (και αυτό τι θα τους διδάξει);
Λίγο πριν απ’ το πρόσφατο κριτικό ημισύγκρυο του «Brave», ήταν ανοίγοντας την πόρτα σε ένα sequel (όχι το πρώτο αλλά το μοιραίο, το «Cars 2») που άρχισε να… τρέμει στο βάθρο της η Pixar. Αναμενόμενο τα ρίγη να διαρκούν. Και συγγνωστό, όμως, γιατί στα 18 σου (εάν η εταιρεία ήταν άνθρωπος, τώρα θα πήγαινε, όπως και οι Μπαμπούλες, πανεπιστήμιο) κάνεις βλακείες και, ως συνέπεια, τραβάς ζόρια – τα περισσότερα απ’ τα οποία συνήθως αξίζουν το τίμημα, γιατί έχουν fun. Tale quale και αυτό το χρονικό άσπονδης σφυρηλάτησης γνώθι σαυτόν, φιλίας και καριέρας, ωδή στο θρίαμβο της out of the box και κόντρα στα προγνωστικά «η ισχύς εν τη ενώσει» προσπάθειας, prequel ενός απ’ τα μη τοτεμικά τέκνα τού απόλυτου cartoon house. Το πρώτο «μπρρρ» προκύπτει από το χαμηλού κοινού παρονομαστή και βεβιασμένα τρεγμένο slapstick, που ενώνει πρώιμα το ντουέτο – δίπολο. Το δεύτερο κοψοχόλιασμά σου προκαλείται απ’ το déjà-vu, το οποίο δε βγαίνει εντούτοις, ως συνήθως στα franchise, από τα ξεκαρδιστικά σκοτεινά έγκατα του original αλλά από TV μεριά και μια τρόικα… live action.
Στα χρόνια των reality games είναι αδύνατο να μη σου πεταχτεί μια αίσθηση ότι στη «φάση» της campus αθλοπαιδιάς υποβόσκει, δηκτικά αλλά αποσταθεροποιητικά για το κλίμα του κινούμενου σχεδίου, μια παραπομπή στον σχετικό τηλεσυρμό. Ο έχων καταφύγει στα έδρανα της μόρφωσης μεσόκοπος απολυμένος υπάλληλος του team των ηρώων είναι, εξάλλου, «Η Περίπτωση Λάρι Κράουν» α λα Super Mario και Τραμπάκουλας. Στην υποδειγματικής χρόνωσης αλαλούμ και συναρπαστικά ευφάνταστη «πίστα» κόντρα στη βιβλιοθηκάριο – χταπόδι ελλοχεύει ο Χάρι Πότερ (όπως και στο πατρικό επαγγελματικό κλέος στο οποίο πρέπει να αρθεί το τυρκουάζ, χνουδωτό και γιγαντιαίο εν ήμισυ των ηρώων). Το link, ωστόσο, που «κόβεις» και… κόβεται ευθύς εξαρχής είναι αυτό προς τις frat φάρσες (πρωτοστατούντος του «Old School», με ενοχλητικά αντιγραμμένο όχι τόσο το – αιώνιος φοιτητής – μοτίβο της νικηφόρας συνένωσης losers στην ίδια ομάδα όσο την ίντριγκα της παιχνιδοκιμασίας – κριτηρίου παραμονής στο ίδρυμα κόντρα στη χολωμένη κεφαλή του).
Και κάπου εδώ, ό,τι απευκταίο εγκαταλείπει τρέχοντας το δωμάτιο. Το ακαριαίο, αβίαστο χάχανό σου ταράζει τη σκοτεινή αίθουσα σε οπτικά γκαγκ όπως των δύο «φυτών» που περπατούν στα premises με τρεις καφέδες ο ένας και τρία ανοιχτά βιβλία ο άλλος στα (τρία) χέρια ή της πλήξης που κόβεται με το μαχαίρι στην τύπου ΤΕΙ ατμόσφαιρα της τάξης του σχεδιασμού κονσέρβας scares. Η πλειονότητα των ανάμεσα στο The Animal του «The Muppet Show» και στο ερπετοζω(υφ)ικό βασίλειο σιλουετών αγγίζεται (αν και τα προσεκτικά σκιαγραφημένα – σχεδιαστικά και χαρακτηρολογικά – γνωρίσματα αρκετών ανά σημεία χάνονται, κάπως σαν τον εξαφανιζόλ σαύρα των outsider, εν τω εξάλλω μέσω του τρελού θηριοτροφείου). Και το κοψοχόλιασμα από την απώτερη σασπένς τροπή της δράσης, που ανακαλεί επανασυνδετικά το κλου του μύθου της πρώτης ταινίας στην κορύφωση του ντου στον κόσμο ενός παιδιού, ποδηγετεί το πατιρντί (μολονότι όχι το καρδιοχτύπι και το «λιώσιμό» σου όπως τότε).
Επιπλέον, στα εγχώρια Καρπάθια της μεταγλώττισης ευτυχώς δε γίνεται της… «Νύχτας με τις Μάσκες»: σωστός, έστω με διακυμάνσεις, ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, βρυχάται αγνώριστος ο Αντώνης Λουδάρος, απλώς τέλεια η Βίνα Παπαδοπούλου ως dean Καρασκιάχτρα (η μετάφραση εν γένει… φοβερή). Προειδοποίηση: το bonus σκετς μετά τους τίτλους τέλους δεν είναι απ’ τα πιο ταχύρρυθμης (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ιλαρής ανάδρασης στην ιστορία της εταιρείας, που πάλαι ποτέ, άμα τη εξόδω ενός εκάστου οροσήμου της, έκανε κάθε ανταγωνίστρια να αναφωνεί «Μαμά μου!». Αλλά η Pixar παραμένει ένα εργοστάσιο ονείρων (ακόμη και αν κάτι, κάπου το ’χεις ξαναδεί) κι όχι εφιαλτών. Το αν θα χεστείς πάνω σου (απ’ το γέλιο) και θα ανατριχιάσεις (απ’ τη συγκίνηση) έχει να κάνει πια περισσότερο με το πόσο μικρός και απονήρευτος, πόσο νήπιο είσαι ως θεατής. Και δεν απευθυνόμαστε στο «σπόρο» σου, μαντράχαλε και μεγαλοκοπέλα…