Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΕΡΙΞΕ ΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ (2017)
(MARK FELT: THE MAN WHO BROUGHT DOWN THE WHITE HOUSE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Λάντσμαν
- ΚΑΣΤ: Λίαμ Νίσον, Νταϊάν Λέιν, Τομ Σάιζμορ, Μάρτον Τσόκας, Μάικα Μονρόου, Τζος Λούκας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Το μακρινό 1972, ένα σκάνδαλο μεγατόνων κλονίζει την αμερικανική κοινωνία και βάζει ταφόπλακα στην προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον. Το Watergate, όπως έμελλε να γίνει γνωστό, είχε ως αθέατη κεντρική φιγούρα τον (επονομαζόμενο «Βαθύ Λαρύγγι») Μαρκ Φελτ, δεύτερο τη τάξει στην ιεραρχία του FBI, χωρίς τη βοήθεια του οποίου οι δημοσιογράφοι της Washington Post δεν θα είχαν καταφέρει να βγάλουν το μνημειώδες σκάνδαλο στην επιφάνεια.
Ο Πίτερ Λάντσμαν αρέσκεται στη σκηνοθεσία ταινιών που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα του αμερικανικού γίγνεσθαι. Μετά τα «Parkland» (2013) και «Concussion» (2015), που πέρασαν αλλά… δεν πολυακούμπησαν, αποφάσισε να καταπιαστεί με μία ιστορία – ορόσημο των ΗΠΑ, για την οποία υπάρχει ήδη ένα αριστουργηματικό φιλμ (το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Άλαν Τζ. Πακούλα, από το 1976), αλλά και αμέτρητες αναφορές στην κινηματογραφική κουλτούρα από τα late 70’s κι έπειτα. Η διαφορά τους από το «Ο Άντρας που Έριξε τον Λευκό Οίκο»; Εδώ γνωρίζουμε το όνομα του μυστηριώδους πληροφοριοδότη Μαρκ Φελτ, το οποίο κοινοποιήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο περίπου μια δεκαετία πριν. Μόνο αυτό. Γιατί, αν η απόλυτα επιφανειακή ταινία του Λάντσμαν ήταν το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του σημαίνοντος σκανδάλου, το τελευταίο θα είχε ξεχαστεί σε ένα… εξάμηνο.
Το σενάριο, υπογεγραμμένο επίσης από τον Λάντσμαν, βασίζεται στο bestseller των Μαρκ Φελτ και Τζον Ντ. Ο’Κόνορ «A G-Man’s Life» (όπου G-Man βλ. Government Μan, κυβερνητικός) κι ακολουθεί τον ενορχηστρωτή της αποκάλυψης του σκανδάλου στους δημοσιογράφους της Washington Post Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν, ώστε να κατανοήσουμε τα κίνητρα που τον οδήγησαν σε μια τόσο ριψοκίνδυνη ενέργεια. Αυτή είναι και η βασική πλοκή της ταινίας: μετά τον θάνατο του ιδρυτή του FBI, του διαβόητου Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, ο Νίξον αποφασίζει να προσλάβει στη θέση τού εκλιπόντος ένα «πιόνι» του Λευκού Οίκου, αντί για τον επί σειρά ετών #2 της υπηρεσίας, Μαρκ Φελτ (Λίαμ Νίσον). Έτσι, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως ο πρωταγωνιστής μας δεν αυτομόλησε επειδή ήθελε να αποκαλύψει την ακραία διαφθορά και τις πρακτικές της κυβέρνησης Νίξον. Απλά, ενοχλήθηκε διότι όχι μόνο δεν έγινε το αφεντικό τού FBI, αλλά και επειδή αυτός που εν τέλει πήρε τη θέση, ήταν βαλτός από την Κυβέρνηση και παρεμπόδιζε το έργο της υπηρεσίας.
Ο Λίαμ Νίσον είναι ο μοναδικός συντελεστής που διασώζεται από αυτό το υπερβολικά ήσυχο, αδιάφορο φιλμ, χαρίζοντάς μας, τουλάχιστον, μερικές στιγμές ποιότητας. Δεν είναι γιατί το προσπαθεί κάπως πιο ιδιαίτερα, αλλά αναμφίβολα διαθέτει χαρισματική παρουσία. Αυτό, μέχρι να εμφανιστεί η «υποπλοκή» της ταινίας με τον προβληματικό γάμο τού Φελτ, και να μας αποτελειώσει. Στον ρόλο της συζύγου του η Νταϊάν Λέιν… ή το ολόγραμμά της τελοσπάντων, σε έναν αρχετυπικό ρόλο γλάστρας, με μοναδική χρήση την παρουσία της από δωμάτιο σε δωμάτιο με θλιμμένο ύφος. Κι ύστερα ήρθαν… οι χίπηδες! Η κόρη του Φελτ το ‘χει σκάσει από το σπίτι για χάρη ενός κοινοβίου και ο μπαμπάς θα αναγκαστεί να ακολουθήσει σκληρή γραμμή απέναντι στους τεντιμπόηδες. Δεν το ήθελε, όμως.
Φανταστείτε όλα αυτά τα «όμορφα», τυλιγμένα με τον μανδύα της γκριζωπής, μουντής διεύθυνσης φωτογραφίας και της σκηνοθεσίας – αυτόματου πιλότου του Λάντσμαν, προσθέστε στο μείγμα το ανεκδιήγητο elevator music που κάνει αισθητή την παρουσία του σε σκηνές που είναι σημαντικές (ώστε να προσέχετε, βρε) και το γλυκό… έδεσε! Mark: Not Felt At All.