ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ (2022)
(LES MIENS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ροσντί Ζεμ
- ΚΑΣΤ: Σαμί Μπουαζιλά, Ροσντί Ζεμ, Μαϊγουέν, Μεριέμ Σερμπά, Ρασίντ Μπουσαρέμπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Άνδρας που βρίσκεται στα πρόθυρα του διαζυγίου, εξαιτίας άτσαλης πτώσης, χτυπά σοβαρά στο κεφάλι, γεγονός που επιφέρει σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά του, με αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις του με την πολυπληθή οικογένειά του.
Συνεχίζει την παράλληλη σκηνοθετική του πορεία ο μαροκινής καταγωγής ηθοποιός Ροσντί Ζεμ. Για τούτη την έκτη μεγάλη μήκους απόπειρά του πίσω από την κάμερα, αντλεί έμπνευση από ένα γεγονός που συνέβη στον αδελφό του (ένα… χτύπημα στο κεφάλι!), το οποίο άλλαξε δραστικά τόσο τη ζωή εκείνου όσο και των γύρω του. Προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο αστείο και το τραγικό ο Ζεμ, αποφεύγοντας τις όποιες δραματικές – ιατρικές παραμέτρους, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην οικογένεια. Κι επειδή οι μουσουλμανικές φαμίλιες είναι κατά κανόνα πολυμελείς και φασαριόζες, αυτό που προκύπτει είναι κάτι σαν το ανάλαφρο γαλλομαροκινό ξαδελφάκι του ρουμάνικου «Μπλε Φεγγαριού» (2022). Όσο, όμως, αφορούσε το ντόπιο κοινό (μας) εκείνο, άλλο τόσο το αφορά κι ετούτο.
Σε περίπτωση που η πρόθεση του auteur Ζεμ ήταν ν’ αναδείξει την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, μπροστά σε ένα γεγονός αναπάντεχο που τους κλονίζει, τότε δεν πετυχαίνει το στόχο του. Ο τραγέλαφος που ακολουθεί του ατυχήματος του Μουσά, με εκατέρωθεν προσβολές και κατηγορίες επί παντός επιστητού για πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν (αλλά δεν έγιναν), μα πάνω απ’ όλα η κομματάκι… ζόμπι «μεταμόρφωση» του ιδίου του παθόντος (ένεκα του περίφημου χτυπήματος που μετατόπισε, λέει, τον εγκέφαλο), κάνει την ταινία να γίνεται πολύ γρήγορα ανυπόφορη. Ο δραστήριος, πνευματώδης, καλόκαρδος οικονομικός διευθυντής Μουσά, που από το ξεκίνημα κιόλας του φιλμ φαίνεται να μπαίνει σε ψυχολογική δίνη εξαιτίας του αναπόφευκτου διαζυγίου του, από το ατύχημα κι έπειτα αλλάζει εντελώς χαρακτήρα (δίχως, ασφαλώς, να το θέλει), ξερνώντας χολή για τους πάντες και αποκτώντας μια άκρως προσβλητική έναντι όλων συμπεριφορά. Γίνεται κάτι σαν την ενοχλητική φωνή της αλήθειας, προγκάροντας ανελέητα αδέλφια, παιδιά κι ανίψια, σ’ ένα εύρημα που εξαντλείται τάχιστα, εναλλασσόμενο ανάμεσα στο ψυχόδραμα και τη σάτιρα.
Ο οικογενειακός μικρόκοσμος του Μουσά μοιάζει ν’ αποτελείται από ανθρώπους που όταν δεν διαφωνούν… μαλώνουν για τα πάντα, από την επίπεδη Γη μέχρι τη δωρεά παλαιών ρούχων, σε σημείο να δημιουργούν έντονους προβληματισμούς για το κατά πόσο έχουν αντιληφθεί τι παίζει με την υγεία του άλλου. Όλα αυτά, φυσικά, είναι δοσμένα μέσα από μια χιουμοριστική σκοπιά (που ενίοτε φλερτάρει με το σουρεαλιστικό), αν και δε νομίζω πως μπορεί κανείς να γελάσει με την εικόνα ενός χαμένου στον κόσμο του Μουσά, ο οποίος διακόπτει τη συνέντευξη του τηλεοπτικού δημοσιογράφου αδελφού του σε χλιδάτο ξενοδοχείο, αναζητώντας την… αίθουσα του πρωινού. Η δήθεν γλυκόπικρη κωμωδία οικογενειακών σχέσεων μεταλλάσσεται σταδιακά σ’ ένα αδελφικό δράμα απάθειας, με άπαντες τους (πολλούς) χαρακτήρες του έργου να παρασύρονται σ’ ένα ακατανόητο γαϊτανάκι κριτικής και αποδοκιμασίας, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Η λύτρωση ασφαλώς και θα έρθει, αφού είναι ηλίου φαεινότερο πως οι οικογένειες δεν διαλύονται έτσι απλά, όσες κουβέντες παραπάνω και να είπαν. Ο τρόπος με τον οποίο έρχεται εδώ, όμως, είναι ο πιο προκάτ που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο… Φράνκι Βάλι παρακαλάει την αγαπημένη του να τον πάρει πίσω και ο Ροσντί Ζεμ είναι σαν να ικετεύει τους θεατές του να εγκαταλείψουν με χαμόγελο το σινεμά, μέσω της ουρανοκατέβατης feelgood σεκάνς που επιφυλάσσει για το τέλος.