ΟΙ ΑΟΡΑΤΕΣ (2019)
(LES INVISIBLES)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουί-Ζουλιάν Πετί
- ΚΑΣΤ: Οντρέ Λαμί, Νοεμί Λβοβσκί, Κορίν Μασιερό, Αντουάν Ρεϊνάρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Κατόπιν αποφάσεως του Δήμου, ένα κέντρο υποδοχής για άστεγες γυναίκες πρόκειται να βάλει σύντομα λουκέτο. Οι εργαζόμενες εκεί, κοινωνικοί λειτουργοί κυρίως, θα πρέπει να κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να επανεντάξουν στην κοινωνία όσo περισσότερες γυναίκες μπορούν, πριν η ζωή στον δρόμο αποτελέσει πλέον αναπόφευκτη πραγματικότητα γι’ αυτές δίχως δικαίωμα επιλογής.
Τρίτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Λουί-Ζουλιάν Πετί, Γάλλο σκηνοθέτη και σεναριογράφο με προϋπηρεσία κυρίως σε θέσεις δεύτερου και τρίτου βοηθού σκηνοθέτη σε φιλμ όπως το «Είναι Τρελοί αυτοί οι Βόρειοι» και το «Μια Ημέρα», ο οποίος εδώ καταπιάνεται με το είδος της γαλλικής dramedy που ειδικά στα μέρη μας «φοριέται» πολύ το καλοκαίρι, καταφέρνοντας τουλάχιστον να σκηνοθετήσει ένα ομολογουμένως συμπαθητικό έργο αν και όχι αυτό ακριβώς που λέμε crowd-pleaser.
Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της συγγραφέως και σεναριογράφου Κλερ Λαζενί, το φιλμ του Πετί είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία για τις ατυχίες τούτης της ζωής, αρκετά ανάλαφρο στη σοβαρότητά του και ίσως αρκετά σοβαρό μέσα στην ελαφρότητά του, που όμως παραμένει ευρωπαϊκά – και μη – επίκαιρο (ενδεχομένως και πιο επίκαιρο από ποτέ…), προσεγγίζοντας ένα κατά τα άλλα δακρύβρεχτο και αρκετά «βαρύ» θέμα, με τις πρέπουσες δόσεις κωμικής και αυτοσαρκαστικής διάθεσης, γεγονός που το καθιστά ένα από τα καλά γαλλικά (απίστευτο πραγματικά!) της φετινής εσοδείας.
Η Οντρέ (Λαμί) είναι μία μόνο από τους κοινωνικούς λειτουργούς που καθημερινά πασχίζουν να προσφέρουν τα ελάχιστα σε όσες άστεγες γυναίκες χρειάζονται ένα μέρος για να κάνουν μπάνιο και να κοιμηθούν για λίγες ώρες. Σύντομα γίνεται γνωστό πως ο Δήμος πρόκειται να προβεί σε «ψαλίδισμα» προϋπολογισμών, πράγμα που σημαίνει πως το κέντρο υποδοχής στο οποίο εργάζεται η Οντρέ πρόκειται να κλείσει, κάτι που επίσης σημαίνει πως δεκάδες γυναίκες δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα ούτε για ένα ζεστό ποτήρι καφέ. Αναλαμβάνοντας δράση και όντας αποφασισμένη να ανατρέψει τα δεδομένα για κάθε μια από εκείνες τις γυναίκες που έχουν ανάγκη, η Οντρέ και οι συνάδελφοί της θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να τις επανεντάξουν στην κοινωνία, δεσμεύοντας κάθε θεμιτό (ε, κάποιες φορές και αθέμιτο) μέσο προκειμένου να τις βοηθήσουν να σταθούν και πάλι στα πόδια τους.
Σεναριακά «Οι Αόρατες» διαθέτουν κάτι από τη γνωστή συνταγή επιτυχίας ταινιών τύπου «Άντρες με τα Όλα τους», ένα διασκεδαστικό δηλαδή καστ που ακροβατεί μονίμως ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, ένα μοτίβο «μανιέρα» που μοιάζει να αποδίδει, δεδομένου πως στο εν λόγω είδος φιλμ τα πάντα μοιάζουν βγαλμένα από τη ζωή. Στην παρούσα περίπτωση, μπορεί η πρωταγωνιστική ομάδα να μη διαθέτει τη γοητεία και την ατακαδόρικη δυναμική των χαρακτήρων της ταινίας του Πίτερ Κατανέο, παραμένει εντούτοις ένα άξιο προσοχής ensemble που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την παρουσία των ερασιτεχνών ηθοποιών και πρώην άστεγων γυναικών, που ουσιαστικά αποτελούν και το ενδιαφέρον στοιχείο από άποψη ερμηνειών. Υπάρχουν, μάλιστα, στιγμές που τα πρόσωπά τους μαρτυρούν πολλά για τις – πραγματικές – συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων αυτών και αντικειμενικά ο Πετί έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στην απόδοση των πολλών και ετερόκλητων μεταξύ τους χαρακτήρων, αποδίδοντας σε κάθε έναν από αυτούς στοιχεία κωμικοτραγικά και αυθεντικά συγκινητικά.
Το μοναδικό ίσως σημείο στο οποίο η ταινία χωλαίνει είναι η εσκεμμένη ωραιοποίηση ορισμένων καταστάσεων, το γεγονός δηλαδή πως ακόμη και όταν τα πράγματα πάνε εντελώς στραβά, θα πάνε με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε ο αντίκτυπος να μην είναι ολέθριος για κανέναν. Σαφέστατα η επιλογή ενός θέματος όπως αυτό, με αρκετά βαρύνουσα κοινωνική σημασία, αποτελεί από μόνη της μια αρκετά τολμηρή επιλογή και η αλήθεια είναι πως πρόκειται για επιτυχημένη συνταγή, συνεπώς τα όποια μικρά ολισθήματα σε επίπεδο σεναρίου και «φτιαγμένης» ατμόσφαιρας συγχωρούνται άνετα. Γενικά, «Οι Αόρατες» είναι μια feelgood ταινία με καλές προθέσεις και καλή εκτέλεση, αν και προσωπικά θεωρώ πως παραμένει αρκετά σκαλοπάτια πιο χαμηλά από άλλες επιλογές που ανήκουν στο ίδιο κινηματογραφικό είδος, ενδεχομένως εξαιτίας της απουσίας κάποιου πιο αναγνωρίσιμου πρωταγωνιστικού ονόματος, κάτι που αναπόφευκτα θα τη φέρει αντιμέτωπη και με την εποχική «λήθη», την αδυναμία δηλαδή να παραμείνει για καιρό στο μυαλό σου μετά τη θέασή της. Όπως και να ‘χει, αποτελεί μία καλή επιλογή γι’ αυτή την εβδομάδα.