Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ: ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ; (2022)
(LE PETIT NICOLAS: QU’EST-CE QU’ON ATTEND POUR ÊTRE HEUREUX?)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αμαντίν Φρεντόν, Μπενζαμέν Μασούμπρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Παρίσι, 1955. Ο μικρός Νικόλας δημιουργείται στο χαρτί χάρη στη φαντασία και την πένα των Ζαν-Ζαν Σεμπέ και Ρενέ Γκοσινί. Ανάμεσα στις αγαπημένες του σκανταλιές και τις πλάκες με τους συμμαθητές του, ακούει τους πνευματικούς του πατέρες να του διηγούνται τη ζωή τους.
Επειδή είναι σχετικά πρόσφατες οι μνήμες της live action οικογενειακής κωμωδίας «Ο Μικρός Νικόλας και το Κυνήγι του Χαμένου Θησαυρού» (2021), πρέπει να διευκρινιστεί πως τούτο το νέο φιλμ που φέρει εκ νέου τον ήρωα των Σεμπέ και Γκοσινί στον τίτλο του, ουδεμία σχέση διατηρεί όχι μόνο με το προαναφερθέν, αλλά και με τα προηγούμενα ανάλογα εγχειρήματα που κυκλοφόρησαν το 2009 και το 2014 («Ο Μικρός Νικόλας» και «Ο Μικρός Νικόλας Πάει Διακοπές», αντίστοιχα). Πρόκειται για «παραδοσιακού» τύπου animation, το οποίο παραμένοντας απόλυτα πιστό στην τεχνοτροπία των πολυδιαβασμένων albums με τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα, συνδυάζει την εξιστόρηση της ζωής των δημιουργών του με αντιπροσωπευτικά των φασαριόζικων μπελάδων του σκετσάκια.
Γεγονός είναι πως μοιάζει κάπως παράξενη η μορφή της ταινίας, σαν να μένει αναποφάσιστη για το αν θα έπρεπε να είναι μία αυθεντική animated βιογραφία των Σεμπέ και Γκοσινί ή αν οι περιπέτειες του μικρού Νικόλα έπρεπε να έστεκαν ως βασικός σεναριακός της πυλώνας. Το σκηνοθετικό δίδυμο των Αμαντίν Φρεντόν και Μπενζαμέν Μασούμπρ (βασισμένοι σε μια ιδέα της Άννα Γκοσινί, κόρης του Ρενέ) ακολούθησε μια μεσοβέζικη συνδυαστική λύση, η οποία αντανακλά έντονα στο κοινό στο οποίο απευθύνεται η ταινία τους. Μπορεί στο άκουσμα και μόνο του ονόματος μικρός Νικόλας να ξυπνά άμεσα το ανήλικο ενδιαφέρον, πλην όμως το «Τι Περιμένουμε για να Είμαστε Ευτυχισμένοι;» είναι περισσότερο ενήλικο από αυτό που κάποιος (ίσως) φαντάζεται.
Η εντύπωση που αποκόμισα στο τέλος είναι πως οι δημιουργοί μάλλον θα προτιμούσαν να διηγηθούν τις ζωές των καλών φίλων Σεμπέ και Γκοσινί, δίχως κάποιο άλλο «συμπλήρωμα». Από την πρώτη τους συνάντηση και τα δειλά πρώτα σκίτσα του μικρού Νικόλα και της παρέας του, μέχρι τη θλίψη εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του δεύτερου, αγκαλιάζεται με ιδιαίτερη ζεστασιά η πορεία των δύο κομιξάδων στον χρόνο. Η ανάγκη στόχευσης και στο ανήλικο κοινό, εν τούτοις, έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή διακοπή της θαυμάσιας αφήγησης της περιπετειώδους ζωής αμφοτέρων (ειδικά του πιο έμπειρου και «περπατημένου» Γκοσινί), με διάφορα σκανταλιάρικα επεισόδια στα οποία πάντα έμπλεκε ο ήρωάς τους. Έχει κάτι το ιδιαίτερα εγκάρδιο και βαθιά νοσταλγικό η πιστότατη παρουσίαση του περιβάλλοντος του μικρού Νικόλα (εν ώρα έμπνευσης και άμεσης δημιουργίας, μάλιστα!), όμως, οι εμβόλιμες ιστορίες για την άφιξη της πρώτης τηλεόρασης, την κοπάνα από το σχολείο ή τον διαγωνισμό φαγητού, όσο διασκεδαστικές και να είναι, περισσότερο χαλάνε την υπέροχη (και άγνωστη για τους περισσότερους) βιογραφική μαγιά, παρά προσφέρουν κάτι το ουσιαστικά σπουδαίο.
Το ωσάν ζωγραφισμένο με νερομπογιές σε ακουαρέλα σχέδιο δίνει μια παιχνιδιάρικη σφραγίδα γνησιότητας, μαζί με μια εμπνευσμένη γοητεία στο φιλμ, απομακρύνοντάς το ολοκληρωτικά από τα δεκάδες βήτα διαλογής φιλμ κινουμένων σχεδίων που κατακλύζουν από βδομάδα σε βδομάδα τις ντόπιες αίθουσες. Το… προβληματάκι για τούτο τον «Μικρό Νικόλα», όμως, θαρρώ πως είναι ο νόστος της πατρίδας από την μακρινή Αργεντινή, η jazz Νέα Υόρκη ή οι περιπέτειες στο γαλλικό στρατό του δίδυμου του εμπνευστών του, στοιχεία που περισσότερο θα παρασύρουν τους μεγάλους παρά τους μικρούς. Εκεί νομίζω κρύβεται το γερό χαρτί του φιλμ και όχι τόσο στη γνωστή απέχθεια του μικρού Νικόλα για τα κορίτσια ή στη μόνιμη λιγούρα του καλού του φίλου Αλσέστ. Από αυτή την άποψη, η μεταγλώττιση στα ελληνικά μετατρέπεται σε επιλογή… λιγότερο δελεαστική.