ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ (2022)
(L'OMBRA DI CARAVAGGIO)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μικέλε Πλάτσιντο
- ΚΑΣΤ: Ρικάρντο Σκαμάρτσο, Λουί Γκαρέλ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μικαέλα Ραματσότι, Μικέλε Πλάτσιντο, Μπρένο Πλάτσιντο, Βινίτσιο Μαρκιόνι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Ρώμη, 1609. Ο Πάπας αναθέτει σε ειδικό του εντεταλμένο να ερευνήσει τα πάντα γύρω από τη ζωή του Καραβάτζιο, ώστε ν’ αποφασίσει κατά πόσο θα δεχθεί την αίτηση χάριτος που ο τελευταίος έχει υποβάλει ως ύστατη ελπίδα επιστροφής του στην πόλη, από όπου έφυγε κυνηγημένος έπειτα από τη δολοφονία άσπονδου φίλου του.
Ιδιοφυής ζωγράφος, αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με το έργο του ο Καραβάτζιο άσκησε σημαντικότατη επιρροή στη ζωγραφική του 17ου αιώνα. Ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο απεικόνιζε θρησκευτικά θέματα, καθώς και η συναναστροφή του με πόρνες και άστεγους τους οποίος χρησιμοποιούσε ως μοντέλα για τις ανάγκες των έργων του, προφανώς και δημιούργησαν σφοδρούς πολέμιους του ταλέντου του, με πρώτη και καλύτερη την Εκκλησία. Οι πρωτοποριακές μέθοδοί του και ειδικότερα η (από μέρους του) τελειοποίηση της τεχνικής του chiaroscuro λησμονήθηκαν μετά τον θάνατό του, με το όνομά του να αναγνωρίζεται και να αποκαθίσταται ως προς τη συνεισφορά του στον χώρο της Τέχνης περί τα τέλη του 19ου αιώνα.
Για τον βετεράνο Ιταλό ηθοποιό και σκηνοθέτη Μικέλε Πλάτσιντο, μια ταινία για τη ζωή και το έργο του Καραβάτζιο αποτελούσε απωθημένο καριέρας. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα στερείται της οποιασδήποτε καλλιτεχνικής φιλοδοξίας που θα περιποιούσε τιμή στη σπουδαιότητα του κεντρικού ήρωα, αποτυγχάνοντας να καταδείξει τον θαυμασμό που ως auteur νιώθει για εκείνον. Μοιάζει τούτη «Η Σκιά του Καραβάτζιο» με… τηλεταινία γυρισμένη για το κανάλι της RAI, κουβαλώντας μάλιστα μια αισθητική που παραπέμπει σε παρελθούσες τηλεοπτικές δεκαετίες. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως παρακολουθώ το… αντίπαλο δέος του «Μιχαήλ Άγγελος – Ο Θεϊκός» (2018), με τη διαφορά ότι εδώ (ευτυχώς) δεν υπάρχει η αφόρητη πτυχή ενός διδασκαλίστικου documentary, το οποίο προσέδιδε στο προαναφερθέν έναν σπάνιο (μα τόσο αποτυχημένο) «υβριδικό» χαρακτήρα.
Η «Σκιά» ακολουθεί σε γενικές γραμμές το παραδοσιακό μοντέλο του βιογραφικού δράματος, καθώς με συνεχή flashback μας αφηγείται την τελευταία περίοδο της ζωής του Καραβάτζιο. Μέσω της ένθεσης του φανταστικού προσώπου του παπικού εντεταλμένου, ο Πλάτσιντο προσδίδει στην ταινία του μια αύρα αστυνομικού μυστηρίου, καθώς ο εν λόγω χαρακτήρας (που φέρει το όνομα… Σκιά!) δρα σαν άτυπος ντετέκτιβ που έχει αναλάβει να λύσει κάποιου είδους πλεκτάνη. Στο πλαίσιο της έρευνάς του, συναντά όσους γνώρισαν τον Καραβάτζιο, είτε φίλους, είτε εχθρούς, επιχειρώντας έτσι να σκιαγραφήσει το «πορτρέτο» του ζωγράφου, να κατανοήσει τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του (τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο), με το πόρισμα που θα βγει από την ενδελεχή του μελέτη να παίζει καθοριστικό (κατά τα φαινόμενα) ρόλο στην απόφαση του Πάπα για την απονομή ή μη χάριτος στον φυγά ζωγράφο. Ο φόνος που έχει διαπράξει δεν αμφισβητείται από κανέναν, το θέμα που μας αφορά, όμως, είναι το πως και το γιατί των κινήτρων του.
Αν ο στόχος ήταν να πέσει φως στην άστατη, όσο και τραγική προσωπική ζωή του Καραβάτζιο, τότε, έστω μ’ έναν τρόπο που δεν δύναται να διεκδικήσει σπουδαίες δάφνες σε κανέναν τομέα της παραγωγής, αυτός κουτσά στραβά επιτυγχάνεται. Με τα συνεχή μπρος-πίσω στον χρόνο και τις ατελείωτες «συνεντεύξεις» των πάσης φύσεως ευεργετών, φίλων και γνωστών του καλλιτέχνη, μία στοιχειώδης αποτύπωση της προσωπικότητάς του βγαίνει μέσα από το φιλμ. Εάν, από την άλλη, το ζήτημα ήταν να αναδειχθεί και το έργο του ζωγράφου, συναρτήσει του ιδιόμορφου χαρακτήρα του και του «ρέμπελου» τρόπου ζωής του, τότε… μηδέν εις το πηλίκον. Ως μόνιμη επωδός των απαντήσεων στο «βλάσφημο» των καμβάδων του, στέκει η επιβολή καλλιτεχνικής ακαμψίας από πλευράς Εκκλησίας, σε θέματα απεικόνισης που (φυσικά) άπτονται των άμεσων αρμοδιοτήτων της και… έτερον ουδέν. Το «αναρχικό» πνεύμα του ζωγράφου, όπως το οραματίστηκε και το απέδωσε ο Ντέρεκ Τζάρμαν στον δικό του «Caravaggio» (1986), εδώ δηλώνει βροντερό… απών, εξαιτίας μιας άκρως «φορμουλαϊκής» προσέγγισης, που ανάγεται στην εποχή των πάλαι ποτέ ευρωπαϊκών συμπαραγωγών (με την κακή έννοια). Η μόνιμα μουντή φωτογραφία αναλαμβάνει να «μπάσει» τον θεατή στο chiaroscuro της ζωγραφικής του Καραβάτζιο, ενώ η φτώχεια της παραγωγής καταδικάζει την ταινία σε φουλ των εσωτερικών γυρισμάτων, με μικρή εξαίρεση κάποια χαρακτηριστικά τοπόσημα της Ρώμης και δη τις Θέρμες του Καρακάλλα, οι οποίες αποτελούν σπουδαία λύση για πολλά από τα σεναριακά προβλήματα του φιλμ.