Ο ΑΘΩΟΣ (1976)
(L’ INNOCENTE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουκίνο Βισκόντι
- ΚΑΣΤ: Τζανκάρλο Τζανίνι, Λάουρα Αντονέλι, Τζένιφερ Ο’Νιλ, Μαρκ Πορέλ, Ντιντιέ Οντεπέν, Ρίνα Μορέλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Ιταλός αριστοκράτης του 19ου αιώνα με ζωή χλιδής, γυναίκα και ερωμένη, κλονίζεται όταν συνειδητοποιεί πως η σύζυγός του διαθέτει εραστή. Μία εγκυμοσύνη θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα για όλους.
Παράλληλα με τους τίτλους αρχής του «Αθώου», ένα χέρι φαίνεται να ξεφυλλίζει τις σελίδες του φερώνυμου μυθιστορήματος του Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντζιο, στο οποίο βασίστηκε ο Λουκίνο Βισκόντι για τούτο το τελευταίο (όπως αποδείχθηκε) φιλμ της καριέρας του (ο Ιταλός auteur πέθανε λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωσή του). Εάν σ’ αυτό το πλάνο κρύβεται μια «υπόγεια» σημειολογία που παραπέμπει στην προσπάθεια μιας όσο το δυνατόν πιο πιστής μεταφοράς του πρωτότυπου κειμένου, αδιαφορώντας για την αναγκαία κινηματογραφική προσαρμογή του, τότε πραγματικά πετυχαίνει διάνα. Το κύκνειο άσμα του Βισκόντι μοιάζει σε σημαντικό βαθμό με βαρύ έπιπλο που έχει καρφωθεί στο πάτωμα, επιδεικνύοντας μηδαμινή διάθεση μετατόπισής του από τα ασφαλή λογοτεχνικά του «ύδατα».
Διαδραματιζόμενος στην Ιταλία των τελών του 19ου αιώνα, «Ο Αθώος» αφηγείται μια απλή ιστορία πόθου, υπερηφάνειας και εκδίκησης. Ο γάμος του πλούσιου Τούλιο με την όμορφη γυναίκα του Τζουλιάνα βρίσκεται σε τέλμα εξαιτίας της ανοιχτής εξωσυζυγικής σχέσης που ο πρώτος διατηρεί με την επίσης πλούσια αριστοκράτισσα Τερέζα. Καθώς η τελευταία αρχίζει να βρίσκει τον ρόλο της «άλλης» μειωτικό, επιζητώντας κάτι πιο ουσιαστικό από μία σχέση, η πιστή Τζουλιάνα συνάπτει ερωτικό δεσμό με τον γοητευτικό συγγραφέα Φίλιππο, φέρνοντας τον Τούλιο σε μια θέση την οποία ουδέποτε μπορούσε να διανοηθεί πως θα βρεθεί. Το όχι και τόσο κρυφό αντικείμενο του πόθου του αφενός αρχίζει να του κάνει νερά, αφετέρου η δεδομένη (όπως θεωρούσε, τουλάχιστον) σύζυγός του, ανακαλύπτοντας εκ νέου την ηδονή του έρωτα (που για χρόνια αγνοούσε, προφανώς) από έναν «αντίζηλο», του ξυπνά το αίσθημα της ασίγαστης ζήλειας. Ο πομπώδης και εγωκεντρικός Τούλιο μοιάζει να έχει πέσει θύμα των πράξεών του, αν και ο άκρατος σωβινισμός του τον έκανε να συμπεριφέρεται… πάντοτε έτσι.
Τα θέματα τάξης και ηθικής των αριστοκρατικών κύκλων αποτελούσαν μια συχνή θεματολογία στο έργο του Βισκόντι, πλην όμως, σε προγενέστερα φιλμ του, προσέγγιζε τους προβληματισμούς του με σαφώς πιο ολοκληρωμένο τρόπο (κατά τη γνώμη μου, «Ο Γατόπαρδος» αποτελεί την κορυφαία περίπτωση). Συγκριτικά, «Ο Αθώος» δεν είναι παρά μια μέτρια σαπουνόπερα περιόδου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν διαθέτει το απαιτούμενο βάρος ώστε να υποστηρίξει τις σεναριακές της ακρότητες. Το «αρχοντικό» σκηνοθετικό στυλ του Βισκόντι, μαζί με την αψεγάδιαστη ποιότητα παραγωγής (σκηνογραφία και κοστούμια είναι χάρμα οφθαλμών), αγκομαχούν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον σε μια τυπική ιστορία ερωτικών απιστιών, η οποία κατά τα τρία τέταρτα περίπου της συνολικής διάρκειας σέρνεται σε μια επανάληψη του προκαθορισμένου της μοτίβου, με τις εμβόλιμες παθιασμένες ερωτικές σκηνές της Λάουρα Αντονέλι να μοιάζουν να λειτουργούν και ως… ξυπνητήρι (υποβαθμίζοντας κατά μία έννοια την ερμηνευτικά αξιοπρόσεκτη παρουσία της).
Τα στοιχεία meló τραγωδίας του τελευταίου ημιώρου, που θα ταίριαζαν γάντι ακόμα και σ’ έναν Αλμοδόβαρ, ναι μεν στέκουν ικανά να κεντρίσουν τον θεατή, εντούτοις μοιάζουν να έρχονται με σημαντική καθυστέρηση. Η κορύφωση που καταδεικνύει πως το κόστος του άκρατου εγωισμού είναι ενίοτε ανυπολόγιστο, έρχεται ως επιμύθιο μιας διαφαινόμενης πορείας, όπου η έννοια της αυτογνωσίας μοιάζει να είναι άγνωστη λέξη για το σύνολο των βασικών ηρώων. Πνιγμένοι στα προνόμια του πλούτου τους, αδυνατούν να κατανοήσουν τις συνέπειες των πράξεών τους, βγάζοντας μια έντονη εικόνα αντιπάθειας στο σύνολό τους (υπάρχουν στιγμές που ακόμη και η χαμηλών τόνων Τζουλιάνα σε κάνει ν’ απορείς με την αφέλειά της). Προς απόδειξη του ταλέντου του, πάντως, ο Τζανκάρλο Τζανίνι καταφέρνει να κάνει τον άκρως αρνητικό χαρακτήρα του Τούλιο να μην δείχνει όσο γλοιώδης είναι στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με την παντελώς άχρωμη παρουσία της Ο’Νιλ (η οποία, συν τις άλλοις, υποφέρει και από το κάκιστο ντουμπλάρισμά της). Ο καμβάς, στον οποίο ο Βισκόντι έχει κεντήσει τον «Αθώο» του, στην όψη είναι υπέροχος, όμως, αδυνατεί να συγκριθεί ουσιαστικά με την παρελθούσα φιλμογραφία του.