ΜΕ ΣΕΙΡΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ (2014)
(KRAFTIDIOTEN)
- ΕΙΔΟΣ: Μαύρη Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χανς Πέτερ Μόλαντ
- ΚΑΣΤ: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Πολ Σβέρε Χάγκεν, Μπρούνο Γκαντς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Φιλήσυχος Σουηδός οικογενειάρχης, που κατοικεί στον παγωμένο βορρά της Νορβηγίας καθαρίζοντας αέναα τους δρόμους από το χιόνι, βλέπει τον γιο του να πέφτει νεκρός από μια συμμορία διακίνησης ναρκωτικών και αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Από «δημότης της χρονιάς» στο «ψυχρός δολοφόνος», μία μέρα δρόμος!
Η Σκανδιναβία μας έχει συνηθίσει τελευταία σε σκοτεινά αστυνομικά θρίλερ και σε ταινίες που ωθούν τους χαρακτήρες στην ανακάλυψη καλά κρυμμένων μυστικών, τα οποία κινδυνεύουν να διαλύσουν την αίσθηση μιας καθωσπρέπει, βαρετής καθημερινότητας. Αυτή είναι η κατεύθυνση που φαίνεται πως πρόκειται να πάρει και το «Με Σειρά Εξαφάνισης» πριν αποκαλύψει την πραγματική, παιχνιδιάρικη ταυτότητά του. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η ταινία οφείλει περισσότερα στο αμερικανικό σινεμά ενός θρίλερ που δεν διστάζει να ανακαλύψει μέσα του τις μαύρες, κωμικές προεκτάσεις της ιστορίας του, παρά στα μουντά, «ασήκωτα» πρόσφατα θρίλερ της λεγόμενης «σκανδιναβικής» σχολής.
Και, όντως, αν κοιτάξει κανείς καλά στην ταινία, θα ανακαλύψει όλο και περισσότερες επιρροές από την κληρονομιά του αμερικανικού κινηματογράφου. Ο ίδιος ο ήρωας, για αρχή, παραπέμπει άμεσα στην κινηματογραφική persona του Τσαρλς Μπρόνσον από τη δεκαετία του 1970, κυρίως ως «Εκτελεστής της Νύχτας», αλλά και γενικότερα ως υπέρμαχος της αυτοδικίας κάτω από την ανεπάρκεια του νόμου και σε επόμενες ταινίες του. Επιπρόσθετα, η μίξη μαύρου χιούμορ και άπειρης βίας δεν απέχει αρκετά από το σύμπαν του Κουέντιν Ταραντίνο, ή ακόμα και εκείνο των αδελφών Κοέν, ενός σύμπαντος που προσπαθεί να βρει μέσω των διαλόγων του ελαφριά πατήματα για να τα αντιπαραβάλει με τα ποτάμια αίματος στην οθόνη και τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των πτωμάτων (τα οποία πτώματα, μάλιστα, αναγγέλλονται με επισημότητα μετά από κάθε θάνατο από κάρτες που εκτελούν χρέη… ταφόπλακας)!
Η χωροταξία της ταινίας, βέβαια, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της προέλευσής της. Ίσα-ίσα, η αντίθεση ανάμεσα στα αιματηρά δρώμενα και το απόλυτο λευκό του χιονιού προσθέτει ακόμα ένα επίπεδο αντίθεσης στα εκ προθέσεως, έτσι κι αλλιώς, αντικρουόμενα στοιχεία της. Ακόμα και οι ίδιοι οι χαρακτήρες είναι αδύνατον να τοποθετηθούν σε συγκεκριμένα στερεότυπα, καθώς όσο τονίζεται η «ιδιότητά» τους άλλο τόσο θολώνει από τις επιπρόσθετες λεπτομέρειες, που είτε αφορούν ένα μάλλον μη κολακευτικό παρατσούκλι, είτε τις περιορισμένες ικανότητές τους, είτε την ίδια τους την καθημερινότητα, που περιλαμβάνει συζητήσεις για τον πλούτο της Σκανδιναβίας μέχρι και περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμα και στις σκηνές των φόνων, η κάμερα προσπαθεί να βρει για να εστιάσει σημεία, τα οποία αποκαλύπτουν μικρές λεπτομέρειες είτε αντανακλαστικές κινήσεις που διαφέρουν από το τυποποιημένο, σαν να θέλει να προσφέρει μια άλλη οπτική στον θεατή, χωρίς να ανατρέψει ταυτόχρονα ολόκληρη την αφήγηση. Ο Χανς Πέτερ Μόλαντ γνωρίζει πότε πρέπει να ακολουθήσει τα κλισέ και πότε να επιλέξει την εναλλακτική διαδρομή και αυτό προσδίδει στην ταινία ανέλπιστη φρεσκάδα, παρά την κοινότοπη (και πολλάκις ειπωμένη) ιστορία.
Εκείνος που κουβαλά, όμως, ικανά την ιστορία στους ώμους δεν είναι άλλος από τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ, ο οποίος ερμηνεύει με σαφήνεια τις επιρροές του σκηνοθέτη (είναι η τέταρτη συνεργασία τους, εξάλλου) και καταλαβαίνει πότε πρέπει να κινηθεί σε σκανδιναβικά μονοπάτια εκδίκησης και πότε σε περισσότερο ταραντινικές διαδρομές, ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό. Εκείνος είναι που παρασύρει τελικά τον θεατή στον κόσμο της ταινίας και εκείνος είναι που κάνει την ταινία να φαίνεται καλύτερη από όσο είναι στην πραγματικότητα, πίσω από τη σαφώς διασκεδαστική της φύση. Γιατί στο φιλμ, οι αλλαγές τού ύφους δεν λειτουργούν πάντα, η εξέλιξη της αφήγησης ξεκινά και τελειώνει όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς και η διάρκεια θα μπορούσε να ήταν λίγο περισσότερο μαζεμένη ώστε να αποφύγει κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Όταν, όμως, όλο το υπόλοιπο παραμένει τόσο καλοστημένο και σαφώς φιλικό προς το θεατή, πόσο αξίζει να επιμείνει κανείς για πολύ στα ελαττώματα ενός σαφέστατα διασκεδαστικού προϊόντος;