IRON MAN 3 (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέιν Μπλακ
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Γκάι Πιρς, Ρεμπέκα Χολ, Ντον Τσιντλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια νέα δύναμη τρομοκρατίας στο πρόσωπο του αποκαλούμενου The Mandarin και ο Τόνι Σταρκ πρέπει να τον προστατεύσει, για να ζήσει και ο ίδιος ειρηνικά δίπλα σε αυτό που αγαπάει περισσότερο: την Πέπερ.
Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος σήμερα είναι… το «Iron Man 3»! Σε εποχές μεγάλων δυσκολιών, ξεπερνώντας και τον ελληνικό εγωκεντρισμό προφανώς, το κοινό είχε την ανάγκη πρωτίστως να διασκεδάσει. Για να ξεχάσει. Μπορεί κάποιοι να αντιμετωπίζουν διστακτικά το είδος της κομιξάδικης περιπέτειας φαντασίας, όμως, στην περίπτωση αυτού του φιλμ έχουμε έναν ιδανικό συνδυασμό του σινεμά της… γαλαρίας μαζί με μια ενήλικη ωριμότητα και τον πλουραλιστικό σεβασμό απέναντι στο είδος και τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Το «Iron Man 3» είναι ένα υπόδειγμα αγνού, καθαρού entertainment, που δίνει ρεαλιστική βάση στο genre των superheroes, σπάει πλάκα με τον εαυτό του χωρίς να αυτοκανιβαλίζεται, ξέρει πως μια ταινία πρέπει να έχει και σενάριο και διαλόγους, αφήνοντας ένα σωστά δομημένο καστ να κάνει τη δουλειά του με υποκριτική δεινότητα. Εναλλακτικά, υπάρχει μια και μοναδική πρόταση που μπορεί να αντικαταστήσει όλη αυτή την παράγραφο: χαίρεσαι να το βλέπεις.
Το πρώτο «Iron Man» (2008) μας έδειξε τι μπορεί να κάνει κανείς με το είδος όταν η διάθεση στοχεύει μονάχα στο να περάσει καλά ο θεατής, χωρίς να βάζει τους μασκοφόρους ήρωές του στον καναπέ του ψυχαναλυτή (ή, ακόμη χειρότερα, να τους κλειδώνει στην απομόνωση με το ζουρλομανδύα…). Δεν είχε τη σκοτεινιά ή το ιδεολογικό υπόβαθρο του Νόλαν, ούτε τον αρτίστικο εξτρεμισμό του Μπέρτον. Είχε… τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Ήταν ένα από τα πιο λειτουργικά κάστινγκ όλων των εποχών! Όταν έχεις στη διάθεσή σου έναν πρωταγωνιστή με στόφα star, που μπορεί να σε πείσει για το χιούμορ του, την τρέλα του και ακόμη και για τον πόνο του, δε χρειάζεται να βάζεις τη ντουντούκα μπροστά του, ούτε και να ανεβάζεις το volume σε οτιδήποτε κυκλοφορεί γύρω του στην οθόνη. Τέλος.
Το sequel δεν απογείωσε ακόμη περισσότερο το franchise, απλά, επανέλαβε την πετυχημένη συνταγή. Χωρίς να είναι ένα κακό έργο, δεν είχε τίποτα να προσθέσει. Και δίχως τον αρχικό ενθουσιασμό, οι μεγάλες προσδοκίες πήγανε στράφι. Η παρουσία του Τόνι Σταρκ στους «Avengers» ήταν το τέλειο φρεσκάρισμα της μνήμης, για να καταλήξουμε στο τωρινό, τρίτο μέρος, το οποίο ανανεώνει την πανοπλία – στολή του Iron Man με high tech gadgets, ατάκες για ηχηρά γέλια και χορταστικές ανατροπές. Τι άλλο καινούργιο φέρνει μαζί της αυτή η ταινία;
Ας ξεκινήσουμε με τον νέο σκηνοθέτη. Ο Σέιν Μπλακ έχει παρελθόν σεναριογράφου, άρα έχει δώσει έμφαση σε μια ιστορία που δεν αναλώνεται σαν συρραφή σκηνών με εκρήξεις και κάποιους υποχρεωτικούς διαλόγους. Το «Iron Man 3» είναι γεμάτο ατάκες που σου μένουν και προσθέτουν έναν χιουμοριστικό τόνο στη δράση, χωρίς να κανιβαλίζεται η αφήγηση ή οι ήρωές της. Επιπλέον, ως άνθρωπος που γνωρίζει καλά τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ (είναι φίλοι από το 2005, όταν ο Μπλακ σκηνοθέτησε το «Kiss Kiss Bang Bang»), βγάζει από τον ηθοποιό τον καλύτερο εαυτό του, για να συμπαρασύρει και το υπόλοιπο καστ σε μια εξαιρετικά καλοκουρδισμένη σύμπραξη. Η ροπή προς το στοιχείο τού (σε κάποιο βαθμό, όχι τόσο δραματικού όσο τόνιζαν τα trailers) ρεαλισμού, μας υπενθυμίζει πως ο Τόνι Σταρκ είναι ένας άνθρωπος που μετατρέπεται σε superhero χάρη στα gadgets και την τεχνολογία που διαθέτει. Με αυτή τη λογική, ακόμη και οι κακοί που αντιμετωπίζει βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα παρά σε ένα φανταστικό… freak show σύμπαν. Επιπλέον, για να τονώσει και να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ενήλικου κοινού (που φοβάται και τρέμει να πλησιάσει το όλο genre), ενθέτει στο ύφος στοιχεία πρακτορικής περιπέτειας, που συντονίζονται με αναπάντεχα έξυπνο τρόπο στη δομή του φιλμ. Εννοείται πως πάνω από όλα αυτά υπερτερεί και το ανατρεπτικό χιούμορ, το οποίο συναντάμε κυρίως… στους κακούς!
Αυτό που πρέπει να προσέξεις στους χαρακτήρες του «Iron Man 3», και δη στους villains, είναι η πραγματική τους ταυτότητα, ο ρόλος που κρύβουν και όχι αυτό που δείχνουν. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, πολλά από τα πράγματα που νομίζεις πως ξέρεις ή πιστεύεις ότι συμβαίνουν επειδή τα βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια, απλά… σε ξεγελάνε! Η φύση του κακού σαφώς και είναι διττή, με ήρωες απογοητευμένους από τη ζωή, που σηκώνουν το κεφάλι για να φανούν. Και, ενίοτε, για να πάρουν εκδίκηση. Τα μυστικά τους ίσως είναι η μεγαλύτερη απόλαυση στο φιλμ, με τον Mandarin του Μπεν Κίνγκσλεϊ να δίνει τα fun ρέστα του (όχι spoilers, το βουλώνω!). Δε θα ήταν καθόλου τολμηρό να πω ότι αξίζει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου, για την αμέσως πιο αξιομνημόνευτη ερμηνεία της καριέρας του, μετά τη θύελλα ζοχάδας του Ντον Λόγκαν στο «Sexy Beast», ερμηνεία που τον είχε τοποθετήσει δίκαια στην πεντάδα της ίδιας κατηγορίας το 2002.
Το μέγα σχόλιο – ηθικό δίδαγμα που μας δίνει το «Iron Man 3» είναι το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος έχει το αδύναμο σημείο του. Μια αδυναμία που μπορεί να τον κάνει… άλλο άνθρωπο, δίχως συνείδηση και υπακοή σε καθήκοντα και νόμους. Όση εξουσία κι αν περνάει από τα χέρια του, για να ικανοποιήσει αυτή του την αδυναμία, θα πράξει τα χείριστα. Και αυτή, μέσα στην «παραμύθα» ενός κομιξάδικου superhero, είναι μια αλήθεια που κάνει το φιλμ τόσο δυνατό – και όχι στερεοτυπικό ή σκουριασμένο. Εκτός από το entertainment value της ταινίας, αυτή την αλήθεια την έχουμε πραγματικά ανάγκη, βγαίνοντας από την αίθουσα…