ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (2016)
(INTO THE FOREST)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πατρίσια Ρόουζεμα
- ΚΑΣΤ: Έλεν Πέιτζ, Έβαν Ρέιτσελ Γουντ, Μαξ Μινγκέλα, Κάλουμ Κιθ Ρένι, Μάικλ Έκλαντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στο κοντινό μέλλον όπου ο δυτικός (τουλάχιστον) κόσμος εξαρτάται από την τεχνολογία, μια μαζική, διαρκείας διακοπή ρεύματος αναγκάζει έναν πατέρα με τις δυο κόρες του να ξαναγυρίσουν σε αρχέγονες τεχνικές ώστε να επιβιώσουν στο απομονωμένο εξοχικό τους.
Είναι κάποιες φορές που, τελειώνοντας την προβολή μιας ταινίας, αναρωτιέται κανείς: «Τι είδα μόλις τώρα, και γιατί;». Αυτή ήταν η δική μου αίσθηση μετά το τέλος αυτού του παράξενου φιλμ που ούτε θρίλερ είναι, ούτε sci-fi (όπως εν μέρει διαφημίζεται), ούτε ένα πλήρες, σοβαρό μετα-αποκαλυπτικά οικολογικό μήνυμα (αν και πολύ θα ήθελε) στις νεότερες γενιές που μεγαλώνουν σχεδόν αποκλειστικά εξαρτώμενες από το διαδίκτυο και την εύκολη πρόσβαση στα πάντα χάρη στην εξελιγμένη τεχνολογία του σήμερα.
Είναι, λοιπόν, ένας μεσήλικας πατέρας που πιάνουν τα χέρια του και ξέρει πρακτικές τεχνικές επιβίωσης (με λίγο από «MacGyver», να θυμούνται και οι παλαιότεροι), και οι δύο twentysomething κόρες του, το «αγοροκόριτσο» Νελ και η ελαφρώς «αλαφροΐσκιωτη» χορεύτρια Εύα, στο οικογενειακό εξοχικό πάνω στα βουνά, όταν συμβαίνει μια ξαφνική και ανεξήγητη παγκόσμια (με ερωτηματικό, διότι ποτέ δεν μαθαίνουμε την έκταση του προβλήματος, όπως δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτε άλλο!). Ο πατέρας διδάσκει κάποιες έξυπνες τεχνικές στις σαστισμένες κόρες που ακόμα δεν έχουν παραιτηθεί των φιλοδοξιών τους (η μια να πετύχει στις σπουδές της, η άλλη σε μια μεγάλη audition), όμως ένα τραγικό ατύχημα θα τις αφήσει μόνες τους ενάντια στον (πιθανώς) εχθρικό, μετα-αποκαλυπτικό (εικάζουμε πάντα) κόσμο. Οι οικογενειακοί δεσμοί θα δοκιμαστούν, όπως και οι αντοχές των «καλομαθημένων» κοριτσιών, ενώ ο αληθινός κίνδυνος δεν θα αργήσει να τους χτυπήσει την πόρτα.
Το σενάριο αυτής της καναδικής παραγωγής βασίζεται στο βιβλίο της Τζιν Χέγκλαντ («της ποιας;», θα μου πείτε, και δεν σας αδικώ) και είναι γραμμένο από τη σκηνοθέτιδα της ταινίας, Πατρίσια Ρόουζεμα («Mansfield Park»). Χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο (και μάλλον είμαι στην πλειοψηφία εδώ), το πρώτο τεράστιο πρόβλημα του φιλμ είναι ξεκάθαρα η υπόθεση. Χωρίς να είναι τόσο μακριά στο μέλλον ώστε να έχει το οποιοδήποτε sci-fi ενδιαφέρον (πλην των διάφανων tablets και των 3D υπολογιστών, θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίζεται και… πρόπερσι) και πέραν των μηνυμάτων περί οικογένειας και «επιστροφής στη «Μητέρα Φύση», η πλοκή είναι τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, το σενάριο της Ρόουζεμα, δε, την έχει «στολίσει» με ανούσιους, κλισεδιάρικους διαλόγους και «καλλιτεχνικά» πλάνα που απλώς δεν βοηθούν την πεζή δραματουργία. Και φτάνουμε στον χαρακτηρισμό «θρίλερ» – και εδώ απλώς γελάμε… Η Ρόουζεμα έχει τιγκάρει το πρώτο μέρος της ταινίας με ψευδο-απειλητικές στιγμές για τους πρωταγωνιστές, ώστε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα επερχόμενου κινδύνου, κυρίως στη μοναδική σκηνή που εμφανίζονται στην πόλη για ανεφοδιασμό και αντιμετωπίζουν ένα σκηνικό μεταξύ «The Walking Dead» και «28 Μέρες Μετά» (αλλά σε πολύ low budget κλίμακα και με μηδενικό αντίκτυπο – και χωρίς ζόμπι, φυσικά), όμως, μέχρι τη μία και μοναδική αληθινά βίαιη σκηνή, κάπου προς το τέλος, το στοιχείο του τρόμου απλά… δεν υπάρχει!
Έτσι, η μόνη άλλη «ταμπέλα» που απομένει απ’ αυτή την μπερδεμένη ταινία είναι το «δράμα», όπου και επικεντρώνεται η ουσία. Κι εδώ, δυστυχώς, βρίσκεται το δεύτερο τεράστιο πρόβλημα: η ανικανότητα της σκηνοθέτιδος να καθοδηγήσει σωστά το ολιγομελές καστ της, και κυρίως τις δυο βασικές πρωταγωνίστριες που τυγχάνουν και εξαιρετικές ηθοποιοί της νεότερης αμερικανικής indie γενιάς, κυρίως η Έλεν Πέιτζ αλλά και η Έβαν Ρέιτσελ Γουντ. Είναι πραγματικά κρίμα να τις παρακολουθείς να κάνουν το καλύτερο δυνατόν ερμηνευτικά όταν η σκηνοθέτις / σεναριογράφος τούς παρέχει παιδαριώδεις διαλόγους και οι ερμηνείες που θαρρείς αποζητά είναι ανάλογες (μετ)εφηβικών φιλμ του συρμού, κάνοντας τις δυο αξιόλογες ηθοποιούς και τους ελάχιστους λοιπούς να μοιάζουν ερασιτέχνες σε φοιτητική ταινία. Ωστόσο, το φυσικό χάρισμα του πρωταγωνιστικού διδύμου και η μεταξύ τους χημεία (μαθαίνουμε πως οι Πέιτζ και Γουντ ανέπτυξαν μια αληθινά αδελφική σχέση, προετοιμαζόμενες για τα γυρίσματα) παρέχει και το μοναδικό ενδιαφέρον αυτής της ταινίας που, στο σύνολό της, μοιάζει προχειροδουλεμένη, ανούσια και γενικώς αμελητέα, με ένα ανοιχτό φινάλε το οποίο επιβεβαιώνει δυσάρεστα όλους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.