INTERRUPTION (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Ζώης
- ΚΑΣΤ: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μαρία Καλλιμάνη, Χρήστος Στέργιογλου, Χρήστος Καρτέρης, Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Φιλίνη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Κατά τη διάρκεια της θεατρικής, μετα-μοντέρνας διασκευής της «Ορέστειας», μερικοί μαυροντυμένοι άνθρωποι με όπλα στα χέρια διακόπτουν τη ροή της παράστασης. Στη συνέχεια, αυτός ο αυτοσχέδιος Χορός καλεί με τη σειρά του στη σκηνή το κοινό. Τι είναι θέατρο και τι πραγματικότητα και πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος αυτού του παράδοξου δρώμενου;
Αυτό που επιχειρεί ο Γιώργος Ζώης με το «Interruption» είναι και τολμηρό και αιχμηρό αλλά και – σε μεγάλο βαθμό – ασαφές. Η προσπάθεια αναγωγής τού ηθικού κώδικα μιας κλασικής τραγωδίας στο σήμερα, η συμμετοχή – παρέμβαση των νέων στα δρώμενα μιας σύγχρονης κοινωνίας, η αντικατάσταση της παραδοσιακής διδακτικής πρακτικής της μετάδοσης από την – ενδεχομένως βίαια – αλληλεπίδραση και η διαρκής προσπάθεια κατανόησης όσων συμβαίνουν εντωμεταξύ συνθέτουν ένα φιλμ που περισσότερο θέλει να προβληματίσει παρά να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. Η ανατρεπτική ανάγνωση του διαχρονικού κειμένου μπορεί να ξεκινά ως παιχνίδι / θρίλερ / θεατρικό πείραμα αλλά καταλήγει να λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, είτε ανακατεύοντας την τράπουλα των δυναμικών είτε εξερευνώντας τους ίδιους τους ηθικούς κανόνες της δικαιοσύνης, αντλώντας τόσο από το παρόν όσο και από το κλασικό παρελθόν – όμως ταυτόχρονα παραμένει ελλειπτικό και ουσιαστικά αβέβαιο.
Τα παραπάνω στοιχεία προσδίδουν χωρίς αμφιβολία μια μοναδική ταυτότητα στο «Interruption». Είναι ένα γενναίο ντεμπούτο, που έχει και όραμα και την τόλμη να ασχοληθεί με κάτι τελείως διαφορετικό, εξερευνώντας τα όρια της δικής του κινηματογραφικής γλώσσας. Η αρχή ειδικά είναι τόσο αποτελεσματική στην παρουσίαση του… μυστηρίου και υποβοηθείται από την εντυπωσιακή χρήση φωτός και σκηνικών αλλά και από τον όγκο τού εσωτερικού τού θεάτρου, το οποίο εκτελεί χρέη μικρόκοσμου. Υπάρχει μια συνεχής ένταση σχετικά με την πραγματική διάσταση όσων βλέπουμε, η οποία ενισχύει ακόμα περισσότερο την αναταραχή και παραπέμπει σε μια φιλμική αντίστροφη μέτρηση προς μια απροσδιόριστη – ακόμα – έκρηξη. Αυτό που λείπει από το φιλμ είναι η αιτία (ή έστω η αφορμή) για όλα όσα γίνονται, ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι αυτή τοποθετείται γενικά στις κρίσιμες συνθήκες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Όχι ότι είναι de facto απαραίτητο να κάνει ξεκάθαρη την agenda του, όμως ένα φιλμ που στόχο έχει τόσο πολύ τη δημιουργία αντίδρασης (ακολουθώντας τις αρχές του κλασικού θεάτρου) επιβάλλεται να δηλώνει πιο καίρια τη θέση του, αλλιώς μοιάζει σαν να ξεφεύγει από τη δύσκολη θέση, κάτι που γίνεται εμφανές στο μεσαίο κομμάτι της ταινίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κατεύθυνσης.
Αυτό που δεν λείπει είναι η – στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας – καλή αίσθηση του ρυθμού (η οποία σε κάνει να συγχωρείς μερικές άβολες στιχομυθίες που προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο φτιαχτό και το – αμήχανα – φυσικό), η δημιουργία της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, η χρήση της αμφισημίας αλλά και μια πολύ δυνατή κορύφωση που κάνει ιδανική χρήση του «από μηχανής Θεού» και οδηγεί σε ένα οπτικό αποτέλεσμα που αποχαιρετά το φιλμ στο άγνωστο. Ίσως η ταινία αδικείται από μια απλή κριτική, καθώς στόχος της είναι κατεξοχήν η ζύμωση μεταξύ θεάματος και θεατή και δευτερευόντως η αφήγηση μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, αναπόφευκτα περιορίζει τους ορίζοντες της επικοινωνίας του φιλμ και το εγκλωβίζει σε ένα γυάλινο κλουβί, ειρωνικά όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που κοσμεί τη θεατρική του σκηνή. Προς το παρόν ας κρατήσουμε την τόλμη τού οράματος αλλά και τη φιλοδοξία του Ζώη να δημιουργήσει τη δική του αφηγηματική γλώσσα μέσα στο πλαίσια ενός πειραματικού σινεμά που φλερτάρει με την performance. Την επόμενη φορά, όμως, ο σκηνοθέτης θα πρέπει αναπόφευκτα να επεκτείνει τις φιλοδοξίες του και στην αφήγηση, η οποία, καλώς ή κακώς, είναι και εκείνη που καθιστά τόσο διαχρονικό το κείμενο που επιχειρεί να αποδομήσει.