Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΡΑΝΤ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Σάτιρα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκος Παναγιωτόπουλος
- ΚΑΣΤ: Χρήστος Λούλης, Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Στάνκογλου, Γιάννης Μπέζος, Νίκος Καρδώνης, Δήμητρα Ματσούκα, Δούκισσα Νομικού
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η φημολογούμενη ύπαρξη ενός πίνακα του Ρέμπραντ σε έπαυλη μεγαλοαστού προσελκύει κάμποσους απατεώνες οι οποίοι μπλέκονται με χιουμοριστικό τρόπο ανάμεσα στους καλεσμένους της αφρόκρεμας της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τη διάρκεια κοσμικής δεξίωσης.
Μάλλον κατέχοντας το ρεκόρ των σκηνοθετών της γενιάς του, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παρουσιάζει τη 17η (!) μεγάλου μήκους ταινία του, εντός ενός κοινωνικού πλαισίου που γνωρίζει και καταγράφει σωστά. Συνήθως. Αυτή η μεγαλοαστική τάξη στην «Κόρη του Ρέμπραντ» εικονογραφείται ως ένα… βδέλυγμα (για να χρησιμοποιήσω έναν επίκαιρα δημοφιλή χαρακτηρισμό), ένα απόβλητο του lifestyle που κινείται «εντός τειχών», σε ένα σχεδόν δικό του, παράλληλο σύμπαν, το οποίο έχει εξομοιώσει πολυεκατομμυριούχους, πολιτικούς, ανθρώπους με αξιώματα, επιστήμονες και πανεπιστημιακούς, αγοραία θηλυκά και οτιδήποτε έλκεται από… το πλαστό. Αρκεί να λάμπει.
Το φιλμ διαδραματίζεται κατή τη διάρκεια μιας δεξίωσης, με καλεσμένους που ακόμη και ως φιγούρες γελοιοποιούν τη βραδιά, δηλώνοντας από μόνοι τους έναν ηθελημένα σατιρικό τόνο. Έχει, άλλωστε, προηγηθεί στους τίτλους η αναφορά στους αδελφούς Μαρξ και τον Μπουνιουέλ, δίπλα στο όνομα και του Τσέχωφ ακόμη! Κοινώς, ο Παναγιωτόπουλος φλερτάρει από το πρώτο λεπτό με την… αποτυχία. Αλλά το διασκεδάζει. Γιατί μπορεί. Καθώς περνά η ώρα, όμως, συμπεριφέρεται σαν ένας καλεσμένος που έχει χάσει το κέφι του, έχει μπουχτίσει από όλα αυτά, περιφέρεται σα να μην ήθελε να βρίσκεται εκεί και δεν μπορεί καν να σπάσει λίγη πλάκα με τον περίγυρό του. Σίγουρα όχι στο πλαίσιο των αναφορών που ο ίδιος έχει θέσει.
Εάν ερωτώμαι ποιο είδος σουρεαλισμού προτιμώ, ανάμεσα στους αδελφούς Μαρξ ή τον Μπουνιουέλ, σαφώς θα επέλεγα τους πρώτους. Γιατί εκείνοι δεν αρίστευσαν μονάχα στην ταξική αποσύνθεση της μπουρζουαζίας. Δίδαξαν και το κωμικό timing και το slapstick. Ο Παναγιωτόπουλος μπλέκει τα μπούτια του μεταξύ αυτών των δύο, γιατί στην πραγματικότητα είναι τόσο ανόμοια στοιχεία κινηματογραφικά. Έχει προσθέσει κάποια ηχητικά εφέ σε κινήσεις γκαφών των καλεσμένων, εκεί έχει τις βάσεις της και η «υπέρβαση» του τουρτοπόλεμου, όμως δεν βρίσκει ποτέ τον φρενήρη ρυθμό των Μαρξ, αφήνοντας τους διαλόγους να πλησιάζουν περισσότερο τα μπουνιουελικά πρότυπα, δίχως και εκείνα να έχουν να επιδείξουν μια αξιόλογη σε πνεύμα γραφή, εμμένοντας σε συμβολικές αναφορές γεωπολιτικού χαρακτήρα (βλέπε Πρέσβεις ξένων κρατών και τις λεκτικές πάσες για το ελληνοτουρκικό) με essence… «κρίσης».
Παρά την όντως αστεία παρουσία της Δήμητρας Ματσούκα (που… δεν είναι πόρνη, ξανά και ξανά), εντύπωση κάνει η εμμονή του Παναγιωτόπουλου προς την αποκλειστικά αρνητική ματιά και διάθεση απέναντι στο γυναικείο φύλο, που οπτικά ταυτίζεται ή με τη γερασμένη «διανόηση» ή με το φτηνό glam της κωστοπούλειας περιόδου.
«You are the party that makes me feel my age», όπως έλεγαν και οι Pulp. Ίσως αυτός ο στίχος να ταιριάζει καλύτερα στην «Κόρη του Ρέμπραντ» και τον Παναγιωτόπουλο. Ο οποίος δείχνει πως «ζει» για να γυρίζει ταινίες, αδιάκοπα. Δίχως να παραδέχεται τα εμφανή σημάδια κοπώσεώς του. Κάτι σαν τον Γούντι Άλεν, δηλαδή. Στον οποίο, επίσης, δεν συμπεριφέρομαι διόλου ευγενικά εδώ και αρκετά έτη. (Κριτικοί. Καταλαβαίνεις. Δεν με είχε καλέσει κιόλας!) Αλλά αγάπησα πολύ στο παρελθόν. Συμπτώσεις.