Ο ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ (2018)
(FLEUVE NOIR)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ερίκ Ζονκά
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Ρομέν Ντουρίς, Σαντρίν Κιμπερλέν, Ελοντί Μπουσέ, Σαρλ Μπερλίνγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Αστυνομικός ντετέκτιβ με σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού αναλαμβάνει υπόθεση εξαφάνισης έφηβου. Οι υποψίες του στρέφονται αμέσως σε καθηγητή του νεαρού αγοριού, ο οποίος διαμένοντας στο ίδιο κτήριο με αυτό της δοκιμαζόμενης οικογένειας δείχνει ένα περίεργο ενδιαφέρον για την υπόθεση.
Έχοντας κάνει ντεμπούτο στις μεγάλου μήκους ταινίες με την πολυβραβευμένη «Ονειρεμένη Ζωή των Αγγέλων» (1998), ο Ερίκ Ζονκά δεν είχε την ίσως αναμενόμενη συνέχεια, αφού με τις (μόλις δύο!) δουλειές του που ακολούθησαν στάθηκε αδύνατον να καθιερώσει το όνομά του, έστω και σε ένα στενό φεστιβαλικό πλαίσιο. Με τούτη εδώ, που έρχεται δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την άνευ διανομής στα μέρη μας «Julia» (2008), δείχνει διάθεση να κινηθεί σε πιο mainstream μονοπάτια, μιας και τόσο το αστυνομικού μυστηρίου στόρι, όσο και το διάσημο εντός και εκτός γαλλικών συνόρων ανδρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο αυτό υποδεικνύουν.
Η προσαρμοσμένη (από το φερώνυμο του ελληνικού τίτλου μυθιστόρημα του Ισραηλινού συγγραφέα Ντρορ Μισχανί) υπόθεση περιστρέφεται, από την πρώτη κιόλας σκηνή, γύρω από την απροσδόκητη εξαφάνιση ενός 16χρονου αγοριού από το σπίτι του στα προάστια του Παρισιού. Τις έρευνες αναλαμβάνει έπειτα από τη σχετική καταγγελία της συντετριμμένης μητέρας του ο ντετέκτιβ Βισκοντί, ένας πενηντάρης αστυνομικός με look αστέγου, που πνίγει εδώ και αρκετόν καιρό τον πόνο τού διαζυγίου του αλλά και της αδυναμίας του να φέρει στον ίσιο δρόμο τον γιο του στο whisky, το οποίο μοιάζει να είναι ο μοναδικός του πιστός φίλος σε… όλες τις ώρες της ημέρας.
Από την πρώτη του κιόλας επίσκεψη στο σπίτι των Αρνό για επιτόπια έρευνα και συλλογή τυχόν στοιχείων, το βλέμμα του κεντρίζει ο γείτονας της οικογένειας, καθηγητής Μπελέλ, ο οποίος αφού συστήνεται αναφέροντας πως έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στον νεαρό Ντανί και ξέρει αρκετά για τον χαρακτήρα του, αρχίζει να δείχνει υπερβολικά μεγάλο ενδιαφέρον για την υπόθεση, χώνοντας συνεχώς τη μύτη του στις αστυνομικές έρευνες. Ο ντετέκτιβ, απουσία άλλων ικανών ενδείξεων που θα μπορούσαν να φωτίσουν τις αιτίες εξαφάνισης του αγοριού, ρίχνει τις υποψίες του αποκλειστικά πάνω του, κάτι που δεν φαίνεται να είναι εντελώς αδικαιολόγητο, μιας και η συμπεριφορά του κυρίου καθηγητή φωνάζει «είμαι ύποπτος», με την κατάσταση να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη γι’ αυτόν εξαιτίας του αφόρητα πληκτικού του γάμου.
Ο Ζονκά καταπιάνεται με ένα είδος στο οποίο ο γαλλικός κινηματογράφος έχει μεγάλη παράδοση, αδυνατεί όμως να γίνει άξιος τιμητής της. Προσπαθεί ν’ ανοίξει τον κύκλο των πιθανών κινήτρων που κρύβονται πίσω από τη φυγή του Ντανί από το σπίτι, οι αιτιάσεις όμως περί ισλαμικού δακτύλου είναι φανερά άτοπες, δίνοντας τη βεβαιότητα πως έχουν μπει στο σενάριο αποκλειστικά ως γέμισμα. Η υποπλοκή που εμφανίζεται από το ξεκίνημα κιόλας και έχει να κάνει με τη σχέση του Βισκοντί με τον αλητήριο γιο του, ο οποίος μπαινοβγαίνει στα κρατητήρια εξαιτίας μπλεξιμάτων του με κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, εγκαταλείπεται άδοξα από τη μέση και μετά, δημιουργώντας σοβαρές απορίες για την εξαρχής χρησιμότητά της. Το ξετύλιγμα του κουβαριού της υπόθεσης κινείται έτσι σταθερά στη γραμμή τού ενός υπόπτου, η οποία αποδεικνύεται καταστροφική σε ό,τι έχει να κάνει με το εκ των βασικών για το genre ζήτημα του σασπένς, ενώ ακόμα χειρότερα δεν αποφεύγει τις σοβαρές αναληθοφάνειες, όπως λόγου χάρη τη μετ’… εκπλήξεως ανακάλυψη από τον Βισκοντί, πως το αλσύλλιο όπισθεν της οικίας Αρνό λειτουργεί ως στέκι αγοραίου ομοφυλοφυλικού έρωτα, γεγονός που στρέφει τις υποψίες του για τους λόγους εξαφάνισης του 16χρονου αγοριού, προς στιγμήν, σε άλλη κατεύθυνση.
Ο αλκοολισμός του ντετέκτιβ Βισκοντί τον οδηγεί σε μια εξεζητημένη συμπεριφορά, κύρια απέναντι στους συναδέλφους του, κάτι που δημιουργεί σχετικές απορίες για το πώς και δεν έχει τεθεί προ πολλού σε μόνιμη διαθεσιμότητα, ο άντρας απέχει όμως από το να χαρακτηριστεί βίαιος ή αντιπαθής, καθώς το κακομοίρικο ύφος που έχει υιοθετήσει για τις ανάγκες τού ρόλου ο Βενσάν Κασέλ, αλλά και η προσήλωσή του στην προσπάθεια εξεύρεσης του Ντανί, τον καθιστούν περίπου άξιο συμπόνοιας (πάντως, η ερωτική σκηνή εν ώρα υπηρεσίας με εμπλεκόμενη στην υπόθεση, καλό θα ήταν να μην υπήρχε καθόλου, μιας και έρχεται ουρανοκατέβατη και δεν δίνει καμία συνέχεια στο σενάριο). Από την άλλη, ο τουλάχιστον παράξενος καθηγητής του Ντουρίς μοιάζει σαν τον τέλειο ύποπτο, καθώς οι αντιφάσεις στις οποίες… οικειοθελώς πέφτει δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες, το δε σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού του, στο οποίο κλείνεται για ώρες, κάθε άλλο παρά υπέρ της αθωότητάς του λειτουργεί. Όταν λίγο πριν το τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια (μέσω μιας παραδοχής που δεν τη λες κι απρόσμενη, κρίνοντας τουλάχιστον από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ανθρώπους που βρίσκονται στο κάδρο της υπόθεσης), η έκπληξη δεν είναι ακριβώς μεγάλη. Το ακατανόητο διπλό twist του φινάλε, που υποτίθεται ότι θολώνει τα νερά για το τι ακριβώς έχει συμβεί, θέτοντας υπό νέο πρίσμα τα γεγονότα τα οποία έχουν προηγηθεί, το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει μεγάλο μέρος της σεναριακής αξιοπιστίας να εξαφανιστεί, παρέα πιθανότατα με τον… φάκελο του τίτλου.