ΠΕΝΤΕ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΟΥ ΦΡΕΝΤΙ (2023)
(FIVE NIGHTS AT FREDDY'S)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έμμα Τάμι
- ΚΑΣΤ: Τζος Χάτσερσον, Πάιπερ Ρούμπιο, Ελίζαμπεθ Λάιλ, Μάθιου Λίλαρντ, Μέρι Στούαρτ Μάστερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Σε οικονομικό αδιέξοδο και για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο να χάσει την επιμέλεια της ανήλικης αδελφής του, ο Μάικ δέχεται τη δουλειά του νυχτοφύλακα σε πιτσαρία – «παιδότοπο» που βρίσκεται εκτός λειτουργίας από τα ‘80s. Δυστυχώς, δεν γνωρίζει τι συμβαίνει με τις animatronic mascots του μαγαζιού μετά τα μεσάνυχτα…
Προσοχή στο κενό ανάμεσα στο «κακή ταινία» και το «what the fuck». Το «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι» καταφέρνει να πατά πάνω και στα δύο! Και πρόκειται περί πραγματικού άθλου αν σκεφτεί κανείς ότι η «πρώτη ύλη» προέρχεται από video game franchise (!), γεγονός το οποίο σε κάνει ν’ απορείς ακόμη περισσότερο. Που το έπαιζαν αυτό το πράμα; Σε ανάκλιντρο ψυχαναλυτή;
Ξεκινάμε από ένα στερεοτυπικό, πλέον, πρόβλημα: το genre του horror δεν κάνει καλό «πάντρεμα» με γυναίκα στην καρέκλα του σκηνοθέτη (είχα αρχίσει να το επισημαίνω… με τρόμο από το 2019 και το… φεμινιστικό remake του «Μαύρα Χριστούγεννα»). Εδώ, η Έμμα Τάμι (με συμμετοχή και στο σενάριο, άρα καθόλου αθώα) ή αποφάσισε να το «δει» σε φάση… art-house με κοινωνιολογική προσέγγιση ή η Blumhouse έχει μετατρέψει σε κανόνα την «εξίσωση» controversial + εκκεντρικό = καλό hype. Για να βγει και αποτέλεσμα απ’ αυτό, όμως, πρέπει να είσαι από Τζόρνταν Πιλ (τουλάχιστον) και πάνω…
Προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου απέναντι στο τι είδα στις «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι», συνειδητοποιώ ότι είναι αδύνατον να το περιγράψω! Στο video game (το οποίο δεν γνωρίζω καθόλου), ο παίκτης αναλαμβάνει χρέη νυχτοφύλακα στο οικογενειακό εστιατόριο του franchise με το όνομα Freddy Fazbear’s Pizza, όπου η mascot Φρέντι είναι μία animatronic αρκούδα η οποία έχει για παρέα και άλλα ζωάκια με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και στις εκτός λειτουργίας ώρες του μαγαζιού αποκτούν… θανάσιμες διαθέσεις! Επειδή είναι προφανές ότι μονάχα μ’ αυτό δεν στήνεις ταινία, το σενάριο έχει «χτιστεί» πάνω σε μια βασική υποπλοκή… δράματος (!), όπου ο ήρωας μεγαλώνει μόνος και με χίλια ζόρια την ανήλικη αδελφή του, την επιμέλεια της οποίας προσπαθεί να πάρει με κάθε τρόπο («σατανικό» twist) η θεία της. Έτσι, ο Μάικ υποχρεώνεται να πιάσει νυχτερινή βάρδια στο κλειστό από χρόνια πιτσάδικο (το σχετικό interview ξεπερνά τα όρια του… «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;») και να αισθανθεί μια ασαφή απειλή, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο του, διότι κάποτε άγνωστος απήγαγε τον αδελφό του σ’ ένα δάσος και το συμβάν της εξαφάνισης (δίχως να βρεθούν ποτέ τα ίχνη του αγοριού) τον έχει «στοιχειώσει» ανεπανόρθωτα ψυχικά.
Όλα αυτά μαζί συναντιούνται σεναριακά και… στα σοβαρά, ενώ η ιστορία παραείναι σουρεαλιστική για να ταυτιστεί είτε με ψυχολογικό δράμα χαρακτήρων είτε με ταινία τρόμου, όπου τα ευμεγέθη ρομποτικά ζωάκια «λειτουργούν» με τρόπο αλληγορικό (γέλια στο βάθος) ως… ταυτότητες απαχθέντων παιδιών από ενήλικα serial killer (ο οποίος είχε σκοτώσει και τον αδελφό του Μάικ)! Ή κάτι τέτοιο, διότι από ένα σημείο κι έπειτα η πλοκή είναι κυριολεκτικά… «του γιατρού»! Δεν συνεχίζω άλλο.