ΕΒΕΡΕΣΤ (2015)
(EVEREST)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπάλτασαρ Κορμάκουρ
- ΚΑΣΤ: Τζέισον Κλαρκ, Τζος Μπρόλιν, Τζον Χοκς, Τζέικ Τζίλενχολ, Ρόμπιν Ράιτ, Σαμ Γουέρθινγκτον, Έμιλι Γουότσον, Κίρα Νάιτλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Δύο ορειβατικές ομάδες επιχειρούν να φτάσουν στην πιο ψηλή βουνοκορφή του κόσμου, αλλά παγιδεύονται από μια τρομερή χιονοθύελλα και αρχίζουν να χάνουν κάθε ελπίδα επιβίωσης, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη οξυγόνου και δυσβάσταχτες θερμοκρασίες.
Βασισμένη σε ένα αληθινό συμβάν που κόστισε τη ζωή οκτώ ανθρώπων στο Έβερεστ το 1996, ο Μπάλτασαρ Κορμάκουρ προσπαθεί να μεταφέρει στον θεατή το δέος που προκαλεί το ίδιο το βουνό, το δράμα αυτού του άδοξου άθλου μερικών ορειβατών, και τις αξίες ή το νόημα των sports που σε οδηγούν σε εμπειρίες πέρα από τα όρια. Γιατί, άραγε, στα μισά του έργου, όταν σχεδόν αρχίζει να εντείνεται η «δράση» αυτού του φιλμ, εσύ θα εύχεσαι να… γκρεμοτσακιστούν όλοι τους, μπας και τελειώσει ο δίωρος εφιάλτης;
Θέλοντας ή μη, ένας σκηνοθέτης πρέπει να σέβεται και να ακολουθεί τους όποιους βασικούς κανόνες έχει θέσει από το παρελθόν ένα κινηματογραφικό είδος. Εδώ, λοιπόν, έχουμε ένα δραματικό φιλμ επιβίωσης που «συγγενεύει» με το είδος των ταινιών καταστροφής. Πριν από το προφανές θέαμα και τις αναμενόμενες ανθρώπινες απώλειες, τα έργα εκείνα φρόντιζαν να πατάνε πάνω σε μια στοιχειώδη δραματουργία, συστήνοντας εξαρχής και πραγματικά προσεκτικά τους χαρακτήρες / ήρωες, με τους οποίους εμείς, από την άλλη μεριά της οθόνης, θα ταυτιζόμασταν επιλεκτικά. Θα νοιαζόμασταν. Γιατί αν δεν έχεις αυτά τα πρόσωπα που θα αγαπήσεις, θα μισήσεις, θα κλάψεις για δαύτα ή θα ανακουφιστείς που σώθηκαν, τι νόημα έχει αυτός ο… δίωρος εφιάλτης;
Το σενάριο του «Έβερεστ» δεν δίνει μία για τους χαρακτήρες του! Αντί να σταθεί πάνω από τον καθέναν τους ξεχωριστά, να μου εξηγήσει από πού ήρθαν, γιατί ρισκάρουν τη ζωή τους σε αυτή την ανάβαση και ποια δικαίωση θα μοιραστούν μαζί με τον θεατή φτάνοντας στην κορυφή του βουνού, θυσιάζει όλη την εισαγωγή του σε σχεδόν τουριστικούς σταθμούς της διαδρομής ώς τους πρόποδες του Έβερεστ, αφήνοντάς σε να παρακολουθείς ένα μπουλούκι από ξένους σε σένα ανθρώπους, κάτι μυστήριους «ψυχάκηδες» των παράτολμων sports, οι οποίοι θέλουν να σκαρφαλώσουν στην πιο ψηλή βουνοκορφή του κόσμου γιατί… «είναι εκεί» (όπως απαντά ένας από τους ήρωες του φιλμ)!
Η ανάβαση δεν έχει σκηνοθετηθεί με έμφαση στο σασπένς, ακυρώνοντας και την όποια προσμονή για κάτι το ιδιαίτερο στο 3D μέρος του θεάματος, που δεν υποστηρίζει όσο εντυπωσιακά θα περίμενες το φιλμ. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τη σκηνή της κατάκτησης της κορυφής τού Έβερεστ, η οποία θα έπρεπε να αποπνέει ένα κάποιο μεγαλείο ψυχής. Αντ’ αυτού, είναι σα να σου λέει… «ΟΚ, ανεβήκαμε, το είδαμε, πώς κατεβαίνουμε τώρα;»! Με άλλα λόγια, κάκιστη η επιλογή του Κορμάκουρ, ο οποίος διεκπεραιώνει τη σκηνοθεσία λες και βρίσκεται σε αγγαρεία από το studio.
Πάνω σε όλα αυτά, ο Κορμάκουρ δείχνει να ελέγχει την ποσότητα του δράματος και χειρίζεται την κάθε ανθρώπινη απώλεια με ήθος, χωρίς να προσανατολίζεται προς το μελό. Κι όμως, ακόμη και αυτό «δυναμιτίζεται» στην πορεία από… εκεί που δεν το περιμένεις. Όλη η δραματική ένταση περνάει στους θηλυκούς, δευτερεύοντες ρόλους μερικών από τις συζύγους των μελών της κάθε ομάδας, με λιγότερο πειστικές τις περιπτώσεις των Ράιτ και Νάιτλι (από τις αντίστοιχες οικίες τους) και περισσότερο φορτισμένη εκείνη της Γουότσον, που βρίσκεται τόσο κοντά στην τραγωδία, αλλά το ίδιο το στοιχείο της φύσης και οι αντίξοες συνθήκες την «ευνουχίζουν» και την μετατρέπουν από φορέα κακών μαντάτων (μέσω ακουστικών και τηλεπικοινωνιών) σε μάρτυρα επίσης. Αν και ο πραγματικός «μάρτυρας» στο «Έβερεστ» είναι… ο θεατής που γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες αυτού του πραγματικού συμβάντος, το οποίο εδώ έχει οπτικοποιηθεί σε μορφή βαρετού δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ (ευτυχώς χωρίς το σχετικό voice-over…).