ΕΝΑ ΨΗΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (2019)
(DYLDA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Καντεμίρ Μπαλάγκοφ
- ΚΑΣΤ: Βικτόρια Μιροσνιτσένκο, Βασιλίσα Περελίγκινα, Αντρέι Μπίκοφ, Ίγκορ Σιρόκοφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Λένινγκραντ, 1945. Στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου, δυο γυναίκες προσπαθούν να «ξαναχτίσουν» από την αρχή τις ζωές τους, ερχόμενες αντιμέτωπες με την απόλυτη φρίκη και τις σαρωτικές απώλειες του αιματηρού πολέμου.
Έχοντας κάνει ήδη το καθιερωμένο πέρασμα από τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, κερδίζοντας (μεταξύ άλλων) τα βραβεία FIPRESCI και καλύτερου σκηνοθέτη στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών, το δεύτερο μεγάλου μήκους πόνημα του νεότατου (29 ετών, παρακαλώ) Ρώσου δημιουργού Καντεμίρ Μπαλάγκοφ είναι ένα ωμό και συγκινητικά ώριμο δράμα με επίκεντρο δύο κορυφαίες γυναικείες ερμηνείες, αυτές των Μιροσνιτσένκο και Περελιγκίνα. Αληθινό και σκληρό, χωρίς όμως να καταφεύγει ποτέ σε δακρύβρεχτες σκηνές και συναισθηματικά εκβιαστικές σεναριακές λύσεις, το «Ένα Ψηλό Κορίτσι» αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πρόσφατες απόπειρες καταγραφής του κλονισμένου ψυχισμού ενός ολόκληρου έθνους (εδώ ιδωμένου κυρίως μέσα από τα μάτια των νεαρών ηρωίδων) και του συνακόλουθου μετα-τραυματικού άγχους, απόρροια ενός καταστροφικού πολέμου, οι συνέπειες του οποίου έμελλαν να αφήσουν βαθιά τα σημάδια τους στις ψυχές όσων κατάφεραν να παραμείνουν (πρακτικά μόνο, όχι ουσιαστικά) ζωντανοί.
Η Ίγια (Μιροσνιτσένκο), εργάζεται ως νοσοκόμα φροντίζοντας τραυματίες πολέμου σ’ ένα τοπικό νοσοκομείο, μετά την αποστράτευσή της από το μέτωπο εξαιτίας ενός μετα-τραυματικού συνδρόμου που ανά στιγμές την καθιστά ανήμπορη να αντιδράσει, «παγωμένη» και εντελώς αποκομμένη από τον περίγυρό της. Επωμισμένη παράλληλα τη φροντίδα του μικρού Πάσκα, η Ίγια αγωνίζεται νυχθημερόν προκειμένου να επιστρέψει στην πολυπόθητη κανονικότητα, ξοδεύοντας τον χρόνο της ανάμεσα στο νοσοκομείο και το μικρό δωμάτιο όπου διαμένει με το παιδί. Όταν ένα βράδυ γυρίσει από τον πόλεμο η συναγωνίστρια και φίλη της Μάσα (Περελιγκίνα), οι δύο γυναίκες θα έρθουν αντιμέτωπες με τη συνειδητοποίηση ενός τρομερού συμβάντος που μοιραία θα τις οδηγήσει στην υπέρτατη σύγκρουση, όντας οι ίδιες έρμαια πια των προσωπικών τους αποφάσεων και επιλογών, μπλεγμένες αυτή τη φορά σε έναν άτυπο, προσωπικό ψυχολογικό «πόλεμο» που δύσκολα θα αναδείξει νικήτρια.
Χρησιμοποιώντας ως βασική πηγή έμπνευσης το βιογραφικό βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς «Ο Πόλεμος δεν Έχει Πρόσωπο Γυναίκας» (1985), ο Μπαλάγκοφ υπογράφει εδώ το σενάριο από κοινού με τον Αλεξάντερ Τέρεχοφ, προσωποποιώντας την τραγωδία του πολέμου και φέρνοντας στο προσκήνιο διαφορετικές πτυχές του, οι οποίες θέλουν τις γυναίκες και (ιδιαίτερα) τα παιδιά να γίνονται μαζικοί αποδέκτες της χειρότερης δυνατής μοίρας: του αδικαιολόγητου θανάτου. Με τη σχέση των δύο ηρωίδων του να λειτουργεί ως αναγνωριστικό όχημα της νέας ζωής που πασχίζει να ξεκινήσει στη σκιά ενός τρομακτικού πολέμου, ο Μπαλάγκοφ κοινωνεί μέσα από ασφυκτικά, κλειστοφοβικά κάδρα και μικρούς χώρους (εξαιρετική η δουλειά του Σεργκέι Ιβάνοφ στο κομμάτι του production design) που ενισχύουν την αίσθηση του εγκλεισμού και του εγκλωβισμού των χαρακτήρων, όλη την απελπισία, τη θλίψη και τη μη αξία της ανθρώπινης ζωής, όχι αποκλειστικά εν καιρώ πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η διαρκής παρουσία των σακατεμένων στρατιωτών που εδώ λειτουργεί ως μόνιμη υπενθύμιση της πολεμικής αγριότητας από τη μια, αλλά και η δράση των δύο γυναικών από την άλλη, που παρά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εξακολουθούν να «μάχονται» καθημερινά για την επιβίωση και την προσωπική σωτηρία, αποδεικνύοντας πως τέτοιου είδους πληγές χάσκουν ανοιχτές για καιρό μετά (αν κλείσουν και ποτέ…).
Θεματικά το φιλμ επιχειρεί να ξεφύγει από την πεπατημένη της αναπαράστασης των φρικαλεοτήτων του πολέμου για λόγους κινηματογραφικού σοκ, επικεντρώνοντας την προσοχή στη βαθμιαία κλιμακούμενη ένταση της σχέσης των δύο γυναικών, αποτέλεσμα ενός συμβάντος που αποκαλύπτεται νωρίς μέσα στην ταινία και που ουσιαστικά στρώνει τον δρόμο μιας εν δυνάμει σύγκρουσης. Εκτός από το καλογραμμένο σενάριο και τη στοχευμένα προσωποκεντρική σκηνοθεσία, ιδιαίτερα εύσημα αξίζουν και στη φωτογραφία της Ξένια Σερέντα, που μέσα από τις αντιθέσεις στη χρήση της «σκουριασμένης» χρωματικής παλέτας, αλλά και των κυρίαρχων πράσινων και κόκκινων, συνθέτει έναν πληγωμένο μικρόκοσμο που επιμένει να αναζητά και να βρίσκει την ομορφιά όπου μπορεί (σε ένα καταπράσινο φόρεμα, ένα κόκκινο πουλόβερ ή μερικούς πρόχειρα βαμμένους πράσινους τοίχους). Σε μία πόλη όπου κτίρια και άνθρωποι έχουν γίνει κομμάτια, ο Μπαλάγκοφ σκηνοθετεί με το βλέμμα στραμμένο στα παιδιά και τις γυναίκες, τους αδύναμους και τους αθώους μιας ιστορικής πραγματικότητας που έχει απωλέσει προ πολλού τη στοργικότητά της, αφήνοντας τον θεατή σιωπηλό μπροστά στην κυνική παραδοχή ενός ακόμη θανάτου. «Τι κάνει ο Βάνια;», ρωτάει ένας πατέρας. «Ο Βάνια πέθανε», απαντά η μητέρα ήρεμα και η συζήτηση προχωρά παρακάτω.