DO IT YOURSELF (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια Υποκόσμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Τσιλιφώνης
- ΚΑΣΤ: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μυρτώ Αλικάκη, Αργύρης Ξάφης, Πάνος Κορώνης, Θέμης Πάνου, Χρήστος Λούλης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μάρτυρας – κλειδί σε υπόθεση μαφιόζικης κόντρας πρωταγωνιστεί σε βιντεάκι ομολογίας το οποίο πρόκειται να «καθαρίσει» το ποινικό μητρώο επιχειρηματία με εγκληματικό background. Μέχρι να «φορτωθεί» στο διαδίκτυο και να γίνει viral, ο πρώτος θα είναι νεκρός. Τουλάχιστον αυτό ήταν το πλάνο…
Η ταινία που διασκέδασα περισσότερο από τη θέση του θεατή στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν το «Do It Yourself», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Τσιλιφώνη. Υπάρχουν δύο επιπλέον στοιχεία εδώ. Πήγα να δω το φιλμ χωρίς να είμαι καθόλου προετοιμασμένος ή προϊδεασμένος και ξαφνιάστηκα (ευχάριστα, προφανώς), πόσω μάλλον όταν είδα το κοινό να συμμετέχει ενεργά στην προβολή. Μετά το δυνατό χειροκρότημα, εμφανίστηκε ένας νεαρός που δήλωσε σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας. Θα έπρεπε να βάλω κι ένα θαυμαστικό εδώ, αλλά ας αφήσουμε και κάτι για το μέλλον, διάβολε (ισχύει και για την άνωθεν αξιολόγηση αυτό).
Το «DIY» είχε προβληθεί στη Θεσσαλονίκη εκτός διαγωνιστικού και αυτό το επισημαίνω για να μην… τρομάξει κόσμος και νομίσει ότι πρόκειται περί «φεστιβαλικού» φιλμ. Καμία σχέση! Εμπορικών προοπτικών δουλειά είναι, χωρίς επάρσεις «καλλιτεχνικής» σημαντικότητας, με φρεσκάδα ματιάς πίσω από την camera, με χιουμοριστική (και ενίοτε μακάβρια) ειρωνεία επάνω στην αντιμετώπιση του crime genre. Ο Τσιλιφώνης δοκιμάζεται με ταινία είδους στην παρθενική του εμφάνιση στο σινεμά κι αυτό εμένα με γέμισε αισιοδοξία, όχι μονάχα εξαιτίας της επιλογής του αλλά και γιατί επιχειρεί να αφηγηθεί μια κανονική ιστορία με πλοκή κι ανατροπές, σε ένα αστικό τοπίο αρκετά αφιλόξενο για τέτοιες απόπειρες.
Σχεδόν όλη η δράση της ταινίας εξελίσσεται σε ένα δαιδαλώδες κτήριο (που στην πραγματικότητα βρίσκεται στην καρδιά του κέντρου της Αθήνας, αλλά τα πλάνα, η αξιοποίηση του σκηνικού χώρου και των οπτικών εφέ σε κάνουν να πιστεύεις ότι βρίσκεται σε κάποιο κρυφό κι απόμερο σημείο της Αττικής!), ένα είδος «κρησφύγετου» για παράνομες δράσεις, το οποίο εξυπηρετεί από απαγωγές μέχρι και… γυρίσματα πορνοταινιών! Ο αιμόφυρτος Άλκης μας συστήνεται μέσω του γυρίσματος μιας ομολογίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο διαδίκτυο για να «ξεπλύνει» επιχειρηματία μπλεγμένο σε κάθε λογής έγκλημα, ο οποίος κρατείται (προσωρινά) στις φυλακές της Θήβας. Έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι οι συνεργάτες του σκοπεύουν να τον σκοτώσουν αφού ολοκληρώσει το video και σκέφτεται πώς να αποδράσει από το δωμάτιο ενός studio που χρησιμοποιείται για hardcore ταινίες (οι οποίες γυρίζονται παράλληλα, σε διπλανά δωμάτια!). Ο Άλκης μας λέει τον πόνο του ως αφηγητής του φιλμ, μας βοηθά να μπούμε στο κλίμα, μας δίνει τα στοιχεία που πρέπει να επεξεργαστούμε για να πιστέψουμε (ή όχι) τα δρώμενα. Βλέπεις, τίποτε από αυτά που συμβαίνουν στο «DIY» δεν είναι απαραίτητα αληθινό.
Το γύρισμα είναι πανέξυπνο και μαστόρικο, καθώς ο ήρωας παίζει κρυφτό με τους εχθρούς του και με το δικό μας βλέμμα, ενώ η ιστορία προσπαθεί να μας ξεγελά διαρκώς. Σε εικόνα και ρυθμό, ο Τσιλιφώνης μας κερδίζει. Και για πρωτιά, αυτό είναι ήδη ένα μικρό κατόρθωμα. Όπως είθισται στο ελληνικό σινεμά, βέβαια, το όλο πράγμα σκοντάφτει στο σενάριο. Οι ανατροπές κι οι αποκαλύψεις δεν δείχνουν… αβασάνιστες, η βασική πλεκτάνη του εγκληματικού παρασκηνίου είναι κάπως «ανάλαφρη» για να κρατήσει την προσοχή μας, σίγουρα περιμένουμε μια εντονότερη εκτόνωση του πράγματος, η οποία αντί να εμφανιστεί… μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο, για να μας αποδείξει από μια άλλη οπτική των ηρώων τι από όσα είχαμε παρακολουθήσει μέχρι στιγμής αληθεύει. Στην τελική, η σωτηρία του Τσιλιφώνη έρχεται μέσα από το χιούμορ. Οι τύπου ΜακΓκάιβερ τακτικές του Άλκη, όταν πρέπει να σκαρφιστεί και να πράξει θαυματουργά για να σώσει το τομάρι του, έχουν το δικό τους μουσικό θέμα και σπασμένα ρελαντί, δίπλα στη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας (από τα κινητά τηλέφωνα μέχρι το γκουγκλάρισμα) που προσθέτει στα κινηματογραφικά κάδρα μια διάσταση «interactive» επικοινωνίας των χαρακτήρων με την πραγματικότητα, αλλά συνήθως θέλοντας να σαρκάσει την ύπαρξή της.
Όσο και να επιμείνεις σε ελαττώματα, όμως, ο Δημήτρης Τσιλιφώνης δεν βγαίνει χαμένος από το «DIY». Και το ελληνικό σινεμά βρίσκει νέο, υγιές αίμα που αναζητά την ανανέωση στη φιλμική γλώσσα της εγχώριας παραγωγής, με ενδιαφέρον προς το mainstream, το ψυχαγωγικό, το στιλάτο, το ακομπλεξάριστο ηλικιακά, μέχρι και το πιο «λαϊκίστικο» (βλέπε την guest εμφάνιση της ιντερνετικά δημοφιλούς φιγούρας του Mikeius). Ας ελπίσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα (ακόμη) είδος «restart» του ελληνικού σινεμά, από ανθρώπους που θέλουν να περνάμε καλά στην κινηματογραφική αίθουσα, δίχως φόβο απέναντι σε κανένα genre. Και ας στηρίζουμε τέτοιες απόπειρες στα ταμεία. Στην προκειμένη εντόπισα γνώση και όχι «αρπαχτή». Ανυπομονώ για την εξέλιξη αυτού του πολλά υποσχόμενου ονόματος.