ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΓΑΝΤΙ (2019)
(DER GOLDENE HANDSCHUH)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φατίχ Ακίν
- ΚΑΣΤ: Γιόνας Ντάσλερ, Μαργκαρέτε Τίζελ, Κάτια Στουντ, Αδάμ Μπουσδούκος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS
Η πραγματική ιστορία του κατά συρροήν δολοφόνου Φριτς Χόνκα, που έσπειρε τον τρόμο στις γειτονιές του Αμβούργου στη δεκαετία του ’70, γίνεται ταινία δια χειρός Φατίχ Ακίν και ένα μεγάλο «γιατί;» πλανάται ήδη πάνω από τα κεφάλια μας.
Βασισμένο στο bestseller μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα (μεταξύ άλλων) Χάιντς Στρουνκ, «Το Χρυσό Γάντι» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση βιβλίου που κανείς δεν ήλπιζε να δει στη μεγάλη οθόνη. Ή ακόμη κι αν το ήλπιζε, προφανώς δεν φανταζόταν τι τον περιμένει από τη στιγμή που ο Φατίχ Ακίν, αυτός ο… κατά λάθος auteur, ανέλαβε την κινηματογραφική μεταφορά του με ένα «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα βγαλμένο απευθείας από τους πιο λερούς σου εφιάλτες. Δεν είναι ότι δεν έχουμε ξαναδεί στο σινεμά το πολυφορεμένο μεν, ιντριγκαδόρικο (ανά στιγμές) δε σεναριακό μοτίβο ενός serial killer εν δράσει, αν και κάποια στιγμή καλό θα ήταν να διερωτηθούμε για πόσο ακόμα θα εντυπωσιάζει (;) στον κινηματογράφο η αποθεωτική ανάδειξη της «ανδρικής τοξικότητας» σε όλο της το μεγαλείο, μια συζήτηση που μάλλον χρειάζεται να κάνουμε κάποτε, αν κι εδώ έρχεται να «κολλήσει» απόλυτα με την ανεκδιήγητα εμετική και δίχως το παραμικρό νόημα φιλμική αναπαράσταση του βιβλίου του Στρουνκ.
1970. Μια μεσήλικη γυναίκα βρίσκεται ημίγυμνη πάνω σε ένα κρεβάτι. Ένας άνδρας μπαίνει στο πλάνο φορώντας μόνο ένα βρώμικο λευκό σώβρακο. Ο άνδρας σκύβει πάνω από το (όπως όλα δείχνουν) νεκρό κορμί κι αρχίζει να το περιεργάζεται και να το ακουμπά με βία. Λίγο μετά, με τον ίδιο βάναυσο τρόπο, τραβά το σώμα μέχρι το πάτωμα και το αφήνει ολοκληρωτικά γυμνό. Πιάνει ένα στομωμένο πριόνι και το ακουμπά στον λαιμό του πτώματος. Σταματά. Σηκώνεται κι αρχίζει να βαδίζει μέσα στο δωμάτιο με μανία, ανάβει τσιγάρα, πίνει, κάθεται, σκέφτεται, σηκώνεται και πάλι πλησιάζει τη γυναίκα. Η κάμερα αλλάζει τώρα γωνία και στήνεται μέσα στο δωμάτιο, «καρφώνεται» ακίνητη στο πάτωμα, αναγκάζοντας τον θεατή να «κρυφοκοιτάξει» με φρίκη τα σάπια σανίδια που βάφονται κόκκινα, να ακούσει τον πνιχτό ήχο τού πριονιού πάνω στη σάρκα, καθώς η μεταλλική οσμή του αίματος ξεχύνεται σαν ποτάμι κάτω από το αφράτο κορμί. Η δράση του Φριτς Χόνκα έχει μόλις αρχίσει.
Πολύς ντόρος είχε γίνει μερικούς μήνες πριν, με την κυκλοφορία της ταινίας «Τεντ Μπαντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος», της δραματικής βιογραφίας που επιχειρούσε να ρίξει φως στη ζωή ενός από τους πιο διαβόητους και αμφιλεγόμενους serial killers της Αμερικής. Με τον Ζακ Έφρον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το φιλμ κατηγορήθηκε από πολλούς ως μια απόπειρα να πλέξει το εγκώμιο ενός σατανικού μυαλού που ήξερε (επιπλέον) να παίζει καλά το παιχνίδι της δημοσιότητας και του Τύπου, συντηρώντας και διαιωνίζοντας ουσιαστικά τον μύθο του όμορφου δολοφόνου γυναικών με τις δεκάδες πιστές θαυμάστριες. Αν μη τι άλλο, αυτό είναι και το μοναδικό πράγμα το οποίο δεν μπορούμε να καταλογίσουμε στον Φατίχ Ακίν: πως όχι μόνο δεν επιχειρεί να καταστήσει τον χαρακτήρα του αρεστό, αλλά ίσα-ίσα, «πνίγοντας» τον νεαρό ηθοποιό Γιόνας Ντάσλερ κάτω από πολλαπλές στρώσεις αποκρουστικού προσθετικού μακιγιάζ, καταφέρνει να εξορίσει την καρικατουρίστικη παρουσία του – παρέα με όλο το υπόλοιπο σηψαιμικό φιλμ του – στο πυρ το εξώτερον.
Δύσκολα θα θυμηθείς πρόσφατα πιο διαστροφική και disturbing ταινία από αυτή του Ακίν και, δη, χωρίς κανέναν προφανή λόγο πρόκλησης, καμία δεύτερη ανάγνωση, κανένα κείμενο που να αποπειράται έστω στοιχειωδώς να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά ενός… ήρωα που παρακολουθείς επί σχεδόν δύο ώρες να επιδίδεται σε ό,τι χειρότερο μπορεί να βάλει το μυαλό σου, άλλοτε σπάζοντας στο ξύλο τις μεθυσμένες γηραιές πουτάνες που «ψωνίζει» από το παρακμιακό bar στο οποίο συχνάζει, άλλοτε σοδομίζοντάς τες με ξύλινες κουτάλες (!) και, τελικά, δολοφονώντας αρκετές εξ αυτών, για να αποθηκεύσει συνήθως τα σωματικά τους απομεινάρια σε ένα ντουλάπι της τρισάθλιας σοφίτας όπου διαμένει. Ακόμα και η φωτογραφία του Ράινερ Κλάουσμαν, μόνιμου συνεργάτη του Ακίν, μοιάζει να ωθεί στα άκρα την μπόχα που αναδίδει ο μικρόκοσμος του Χόνκα, πετυχαίνοντας το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από την επιθυμητή ενίσχυση της ρεαλιστικής απεικόνισης μιας αληθινής ιστορίας. Το μόνο που καταφέρνει τούτο το φιλμικό «Χρυσό Γάντι» είναι να καταστήσει το σύμπαν τού χαρακτήρα του όσο πιο αναίτια εμετικό γίνεται. Μία κακοφορμισμένη κινηματογραφική πληγή που στάζει πύον και μυρίζει κάτουρο.