Ο ΕΝΟΧΟΣ (2018)
(DEN SKYLDIGE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκούσταβ Μέλερ
- ΚΑΣΤ: Γιάκομπ Σέντεργκρεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Αστυνομικός βάρδιας στις επείγουσες κλήσεις της Άμεσης Δράσης απαντά σε τηλεφώνημα τρομοκρατημένης γυναίκας η οποία έχει πέσει θύμα απαγωγής. Θα ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για τη σωτηρία της, με μοναδικό όπλο την τηλεφωνική συσκευή του γραφείου του.
Ο Άσγκερ Χολμ είναι ένστολος ο οποίος εξαιτίας σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος έχει υποβιβαστεί σε τηλεφωνητή της υπηρεσίας εκτάκτων κλήσεων της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης. Είναι αναγκασμένος να υπομένει μια φανερά βαρετή γι’ αυτόν καθημερινότητα, απαντώντας σε κλήσεις ρουτίνας των πολιτών, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την ακρόαση της επομένης, από την πορεία της οποίας θα εξαρτηθεί η άμεση ή μη επιστροφή του στη δράση. Το τηλεφώνημα, όμως, που δέχεται από γυναίκα, η οποία αφού τον ενημερώνει πως έχει απαχθεί και βρίσκεται στο εν κινήσει προς άγνωστη κατεύθυνση βανάκι τού απαγωγέα της τον εκλιπαρεί να τη βοηθήσει, του κινεί μεμιάς το ενδιαφέρον. Παίρνει επάνω του την υπόθεση με ένθερμο και εντελώς προσωπικό τρόπο, χρησιμοποιεί τεχνάσματα ώστε να μην γίνει αντιληπτό από τον απαγωγέα πως το θύμα επικοινωνεί μέσω του κινητού της με την αστυνομία και προσπαθεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να εντοπίσει το όχημα και να τη σώσει.
Για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Γκούσταβ Μέλερ αντλεί έμπνευση από ένα παρόμοιο περιστατικό ανάλογου τηλεφωνήματος στο οποίο έτυχε να είναι μάρτυρας, ευρισκόμενος κάποτε σε αστυνομικό Τμήμα της πατρίδας του. Προσπαθεί να δώσει μια θριλερική διάσταση στην πλοκή της απαχθείσας γυναίκας, πασπαλίζοντας το στόρι όσον αφορά τον (μοναδικό) βασικό χαρακτήρα του τηλεφωνητή – αστυνόμου με κάποια δόση από την τυπική για το είδος «μια τελευταία δουλειά που πρέπει να γίνει» διάσταση. Η διαφορά είναι πως ο Χολμ δεν βγαίνει στη σύνταξη την επόμενη μέρα (ως είθισται σε ταινίες του genre), αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρότατη κατηγορία κατάχρησης εξουσίας, με την πιθανή αρνητική κατάληξη της υπόθεσης να μπορεί να σημάνει το τέλος της καριέρας του. Ο ίδιος θεωρεί πως έχει πάρει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις εν όψει της δοκιμασίας που έχει μπροστά του με το ξημέρωμα της νέας μέρας (κάτι που γίνεται αντιληπτό από τις συνομιλίες του, πάντα από το τηλέφωνο, με συνάδελφο – μάρτυρα υπεράσπισής του), ώστε η δυσμενής μετάθεσή του στο κέντρο της Άμεσης Δράσης επιτέλους να τελειώσει και γρήγορα να ξαναβγεί στους δρόμους, εκεί όπου πιστεύει πως ανήκει. Υπό αυτό το πρίσμα, μάλλον αντιμετωπίζει την υπόθεση της Ίμπεν ως μια ύστατη προσπάθεια εξιλέωσης για το κακό που έχει προκαλέσει στο πρόσφατο παρελθόν, ενδυόμενος την κάπα ενός συχνά αφελούς ηρωισμού (έστω εξ αποστάσεως), που με τις ενέργειές του (και μόνον) θέλει να δώσει ένα αίσιο τέλος στη δυσάρεστη ύστατη αποστολή που του έλαχε.
Ο Μέλερ ξεπερνά με σχετική επιτυχία τον σκόπελο του περιορισμού της δράσης εντός ενός μόνο χώρου και του ενός ηθοποιού, καταφέρνοντας με τις γωνίες λήψης του και τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο του αποφασιστικού πρωταγωνιστή του Γιάκομπ Σέντεργκρεν να φτιάχνει την απαιτούμενη ένταση, διατηρώντας πάντα τον έλεγχο της αληθοφάνειας του στόρι. Το πρόβλημα που δεν καταφέρνει να λύσει, όμως, είναι εκείνο του σασπένς, καθώς η ανατροπή που έρχεται είναι εξ ορισμού βέβαιον πως θα συμβεί (σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να «κλέψει» άγρια στο σενάριο, εμφανίζοντας κάποιον χαρακτήρα από το πουθενά…), με την ήσσονος σημασίας (σε ό,τι έχει να κάνει με την επιδιωκόμενη αγωνία) απορία που παραμένει μέχρι σχεδόν το φινάλε, να είναι τα πώς και τα γιατί του όλου πράγματος. Η υποπλοκή της πειθαρχικής δίωξης του Χολμ ουδέποτε γίνεται ουσιαστικό μέρος της βασανιστικής νυχτερινής βάρδιας του, καθώς μοιάζει σταθερά με γέμισμα τύπου «διαλείμματος» από το κυρίως θέμα. Όταν πια έρχεται σε ευθεία αντιπαραβολή με την κατάληξη της απαγωγής, λίγο πριν την τελική τηλεφωνική συνομιλία, χάνει την ευκαιρία για κάτι λυτρωτικό (με μια πιο ευρεία έννοια του όρου), που θα έθετε όλα όσα προηγήθηκαν υπό εντελώς διαφορετική σκοπιά. Η δε προσδοκώμενη ευφυής πρωτοτυπία ενός ουσιαστικά «one man show» φιλμ, δεν προκύπτει δα και τόσο ρηξικέλευθη, καθώς από τον «Τηλε…Φονικό Θάλαμο» (2002) και το «Buried» (2010), μέχρι το «Σε Λάθος Χρόνο» (2104), αυτό το έργο το έχουμε όχι μόνο ξαναδεί τα τελευταία χρόνια, αλλά (τουλάχιστον) στις δύο τελευταίες περιπτώσεις και καλύτερα (κατά τη γνώμη μου).