ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ (2014)
(LOCKE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Νάιτ
- ΚΑΣΤ: Τομ Χάρντι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Άιβαν Λοκ φεύγει από τη δουλειά του. Είναι νύχτα. Αύριο τον περιμένει μια δύσκολη μέρα. Ο γιος του είναι έτοιμος να τον υποδεχθεί στο σπίτι για να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Η σύζυγός του δε φαντάζεται τίποτα. Κι εκείνος έχει πάρει την απόφασή του…
Ιδιότυπη περίπτωση road movie και κράμα κλειστοφοβικού, ψυχολογικού δράματος μαζί, το «Σε Λάθος Χρόνο» είναι ταινία σεναριογράφου (με υποψηφιότητα για Όσκαρ το 2004, για το «Dirty Pretty Things» του Στίβεν Φρίαρς), ο οποίος, μέσα στον ενθουσιασμό του, αυτοπαγιδεύεται σε ένα ζήτημα γραφής που ελάχιστα συναντά την κινηματογραφική εμπειρία. Ο Στίβεν Νάιτ έχει γράψει έναν πιθανότατα ενδιαφέροντα για μια σκηνή θεάτρου μονόλογο, τον οποίο μεταφέρει δίχως μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό του ως (πρωτόβγαλτος) κινηματογραφιστής. Η τόλμη της ιδέας βρίσκεται στην οθόνη, όμως, στην πράξη το αποτέλεσμα αρκετά γρήγορα… μένει από καύσιμα.
Μοναδικός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Τομ Χάρντι (αξιέπαινος υποκριτικά και δοκιμασμένος σε μια απίστευτη γκάμα ρόλων) υποδύεται έναν παντρεμένο εργοδηγό ο οποίος φεύγει από τη δουλειά του με προορισμό όχι το σπίτι και την οικογένειά του αλλά μια κλινική, για να συντροφεύσει τη γυναίκα που πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα παιδί… δικό του! Το φιλμ ξετυλίγεται μπροστά από ένα τιμόνι, διαρκώς, σε real time, καθώς ο Άιβαν Λοκ προσπαθεί να φέρει σε τάξη, μέσω απανωτών τηλεφωνημάτων, το τρίπτυχο «επαγγελματικά, οικογενειακά και προσωπικά» σε βιοκαμπή, εγκλωβισμένος από λάθος στιγμές timing και αποφάσεων.
Ο Χάρντι δεν είναι ένοχος για κάτι (ακόμη και η αναπάντεχη εγκυμοσύνη που δυναμιτίζει το ίδιο του το σπίτι και την αρμονική ζωή της οικογένειάς του, ήταν ένα «ατύχημα», αποτέλεσμα μέθης της μιας – και μοναδικής – ατασθαλίας στον σεξουαλικό του βίο). Ο πρωταγωνιστής το κάνει σαφές μέσα σου αυτό. Και έχει το δυσκολότερο έργο σε τούτη τη διαδρομή, να σε κρατήσει κοντά του σε ένα θέαμα που, αναγκαστικά, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ταχύτητα μέχρι τέλους. Η επιτυχία – αν όχι η νίκη – του Χάρντι, λοιπόν, οφείλεται στην ικανότητα του ηθοποιού να τα βγάλει πέρα με ένα ρόλο «μονολόγου» σ’ ένα «όχημα» άνευ συνεπιβάτη. Όποτε, όμως, πάει να κάνει κάτι γι’ αυτό ο Νάιτ, πλάθοντας το «φάντασμα» του πατέρα τού ήρωα, με τον οποίο επιχειρεί να κάνει διάλογο μέσα από τον μπροστινό του καθρέφτη, ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας παραβιάζεται δραματ(ουργ)ικά…
Μεγαλύτερος υποστηρικτής του Χάρντι στο έργο είναι ο διευθυντής φωτογραφίας Χάρης Ζαμπαρλούκος, ο οποίος προσπαθεί να δημιουργεί κάποιες εντάσεις στο traffic, μέσα από μετρημένες γωνίες λήψης, φωτισμούς και αντανακλάσεις σχεδόν εξωπραγματικές. Κατά τα άλλα, ο Νάιτ δεν έχει να προτείνει κάτι το καινοτόμο σκηνοθετικά, αφήνεται στο ταλέντο τού Χάρντι και, με σοβαρότερη δική του ευθύνη εδώ, πιστεύει πως το σενάριό του αρκεί για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός φιλμ μεγάλου μήκους. Με αυτές τις τρεις «υποπλοκές» που βασανίζουν την ψυχή τού ήρωά του, αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί.
Μια τελευταία αναλαμπή, κοντά στο φινάλε, σου δίνει την αίσθηση δύο πραγμάτων που, δυστυχώς, απουσίαζαν σε συντριπτικό βαθμό σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του φιλμ. Το πάτημα του φρένου και η σιωπή.