FreeCinema

Follow us

DEDE (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Εθνογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάριαμ Κατσβάνι
  • ΚΑΣΤ: Νάτια Βιμπλιάνι, Γκιόργκι Μπαμπλουάνι, Γκίρσελ Τσελίντζε, Νουκρί Κατσβάνι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Σε ένα απομακρυσμένο χωριό, στα άθικτα βουνά της σκαλωμένης σε παραδόσεις αιώνων Γεωργίας των 90’s, η νεαρή Ντίνα αντιμάχεται το προξενιό που έχει προ καιρού αποφασίσει ο πατέρας της γι’ αυτήν. Είναι, απλά, γυναίκα και δεν έχει καμία επιλογή ή δικαίωμα να ορίσει η ίδια την πορεία της ζωής της.

Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Γιώργο στα τότε γραφεία του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, μου είχε πει ότι αγαπάει τον κινηματογράφο γιατί «είναι ένα παράθυρο στον κόσμο». Μέσα από αυτό μπορούμε να δούμε και να γνωρίσουμε τόπους, ανθρώπους και τρόπους ζωής σε μακρινά σημεία του πλανήτη, που διαφορετικά θα μας ήταν απρόσιτα και παντελώς άγνωστα. Και, κατά συνέπεια, να κατανοήσουμε από πόσο μακριά – κι όμως τόσο κοντά – βιώνουμε ως άνθρωποι την πραγματικότητα.

Δεν ξέχασα ποτέ εκείνη τη φράση του Γιώργου, έτσι ακριβώς όπως την είπε. Αυτολεξεί. Γιατί χωρούσε σε πέντε λόγια μια από τις αιτίες για τις οποίες αγαπώ κι εγώ το σινεμά, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς ή εκφράσει τόσο εύστοχα. Και γιατί, κυρίως, από τότε μέχρι σήμερα, άλλοτε συχνά, άλλοτε σπάνια, κάποιες ταινίες (φεστιβαλικές συνήθως, αλλά όχι μόνο), προκύπτουν σχεδόν κυριολεκτικά ως παράθυρα με θέα, σημεία του κόσμου που όχι μόνο δεν γνώριζα αλλά ούτε καν μπορούσα να φανταστώ. Ταινίες σαν κι αυτήν, της Κατσβάνι, που μας συστήνει το χωριό (της) Ουσγκούλι, αναπόσπαστο κομμάτι της άγριας ομορφιάς της περιοχής Σβανέτι, πάνω στα βουνά του Καυκάσου.

Εκεί όπου τα 90’s δεν θυμίζουν σε τίποτα… ούτε καν τα 80s, τα 70s ή έστω τα 60s. Ο λόγος σου μετρούσε μόνο όταν ορκιζόσουν ότι λες αλήθεια στην εικόνα του Αγίου. Αρνιά και κότες θυσιάζονταν ακόμα ως ευχαριστίες στον πατέρα παντοκράτορα της χριστιανοσύνης. Η Ντίνα πλήρωσε βαριά το τίμημα της τόλμης της, να επιλέξει τον σύντροφό της και να παντρευτεί από αγάπη. Η πρόσβαση σε φάρμακα ήταν πολυτέλεια και επικίνδυνο ταξίδι ημερών μες στο χιόνι. Και η άτεγκτη, απάνθρωπη πίστη στην παράδοση μετέτρεπε την έτσι κι αλλιώς δύσκολη καθημερινότητα σε ένα παράλογο serial κηδειών και πένθους.

Με απλά υλικά και αντλώντας έμπνευση από προσωπικά της βιώματα, η Κατσβάνι φτιάχνει ένα υποβλητικά λιτό φιλμ που περπατά γόνιμα στα όρια του ντοκιμαντέρ. Με πηγή έμπνευσης την ιστορία τής γιαγιάς της, αφετηρία / βάση της τη βραβευμένη μικρού μήκους της «Dinola» (2013), ερασιτέχνες (πλην του Μπαμπλουάνι) ηθοποιούς, soundtrack την εκκωφαντική σιωπή των βουνών ή τα παραδοσιακά τραγούδια, ύμνους και προσευχές της περιοχής με τη σπάνια ντοπιολαλιά, και παραπλανητικά ήσυχα, διακριτικά μονταρισμένα, σχεδόν ασπρόμαυρα πλάνα. Το γκρίζο που επικρατεί σε αυτά εξαρχής, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα και βασικά στους εσωτερικούς χώρους, σπάει μόνο από το λευκό του χιονιού, το χλωμό γαλάζιο του ουρανού και το κόκκινο του ηλιοβασιλέματος που χρωματίζει παλλόμενο μια από τις χιονισμένες βουνοκορφές, κάθε φορά που οι ήρωές της εξορμούν εκεί έξω. Θριαμβευτές, όπως η Ντίνα, αγέρωχη καβάλα στ’ άλογο, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ανεπιθύμητου πρώτου μνηστήρα της. Ή τσακισμένοι, μαυροφορεμένες κουκίδες στο απέραντο χιόνι μπροστά από έναν τάφο / άλλη μια κουκίδα. Έτσι, η Κατσβάνι αντιπαραβάλλει το απλό, σοφό μεγαλείο της Φύσης με τις περίπλοκες, εξωφρενικές ταξινομήσεις των ανθρώπινων κοινωνιών, όσο μικρών και μη αστικών και αν είναι.

Το αποτέλεσμα είναι η (κινηματογραφοφιλική) μετάληψη τόσο ενός ατόφιου κομματιού ζωής από μια δύσβατη, αλλότρια μεριά του πλανήτη, όσο και μιας αναπάντεχα επίκαιρης παραβολής για τη μετα-Γουάινστιν (!) εποχή που ζούμε. Η βιαστική προσέγγιση του έρωτα της Ντίνα και του Γκέγκι, όμως, καθώς και τα μικρά ή μεγάλα άλματα στον χρόνο, κατακερματίζουν την αφήγησή της και κρατούν τα ανθρώπινα λάθη και πάθη μέσα σε αυτή σε απόσταση ασφαλείας από το συναίσθημα του θεατή. Η θέα, λοιπόν, από αυτό το παράθυρο είναι πρωτόγνωρη και απρόσμενα αποκαλυπτική. Όχι, όμως, και τόσο συγκινητική όσο θα μπορούσε να είναι, στα χνάρια του πολυβραβευμένου ιρανικού σινεμά, ή του εξ Μογγολίας κατόχου της Χρυσής Άρκτου «Ο Γάμος της Τούγια» (2006), για παράδειγμα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ναι, αν είσαι ταξιδιώτης και όχι τουρίστας του σινεμά, με ακούραστη και ατρόμητη περιέργεια. Μπορεί να μην πάθεις πλάκα όσο με κάποια από τα ακατέργαστα διαμάντια του – πρωτοπόρου του «είδους» – ιρανικού σινεμά ή μερικούς από τους φεστιβαλικούς θησαυρούς που πότε-πότε ρίχνουν άπλετο φως στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες. Ούτε τον χρόνο σου θα χάσεις, όμως, ούτε τη γνώση μιας τόσο άγνωστης κι όμως παραδόξως οικείας (ειδικά αν είσαι γυναίκα) πτυχής της ανθρώπινης πραγματικότητας θα μετανιώσεις. Όχι, φυσικά, αν δεν γουστάρεις τίποτα πλην του σινεμά της διασκέδασης.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.