ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΕΚΕΤ (2023)
(DANCE FIRST)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Μαρς
- ΚΑΣΤ: Γκάμπριελ Μπερν, Φιόν Ο’Σι, Έινταν Γκίλεν, Μαξίν Πικ, Σαντρίν Μπονέρ, Μπρόνα Γκάλαγκερ, Ρόμπερτ Αραμάγιο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE / TANWEER
Ο Σάμιουελ Μπέκετ συνομιλεί με… τον εαυτό του, αναπολώντας πρόσωπα και καταστάσεις που σημάδεψαν τη ζωή του.
Το παράλογο της γραφής του Σάμιουελ Μπέκετ δείχνει να κρατά ένα μερίδιο επίδρασης στον τρόπο ανάπτυξης τούτης της βιογραφικής ταινίας. Ο Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής συνομιλεί σε σταθερή βάση με μία εκδοχή του εαυτού του, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει σε ποιον θα είναι καλύτερο να δωρίσει το χρηματικό έπαθλο του βραβείου Nobel που μόλις του απονεμήθηκε. Η τελετή αυτή καθαυτή μοιάζει (αρχικά) με την κλασική αφετηρία κάποιας τυπικής βιογραφίας, για να πάρει γρήγορα τον δρόμο ενός σουρεαλιστικού ονείρου, το σκηνικό του οποίου μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από τις σελίδες του «Περιμένοντας τον Γκοντό» (αν και του λείπει το… δέντρο). Η πρώτη σημαντική λεπτομέρεια είναι πως στην πραγματικότητα ο Μπέκετ σνόμπαρε τη Σουηδική Ακαδημία, μη δίνοντας το παρών στην τελετή του 1969, όταν και τιμήθηκε για το συγγραφικό του έργο. Η δεύτερη (και ίσως πιο σημαντική) επισήμανση για το φιλμ αναφέρει πως με κάποιο μαγικό τρόπο (ή μήπως παράλογο;) η αφήγηση γρήγορα ακολουθεί τα τυπικά προβλεπόμενα μιας βιογραφικής ταινίας, παρά το εκ πρώτης όψεως σουρεαλιστικό στήσιμό της.
Ο παράξενος αυτός διάλογος των δύο Μπέκετ ξεκλειδώνει πέντε διαφορετικές εποχές της ζωής του, με τον Ιρλανδό συγγραφέα να επιχειρεί μέσω της αναμόχλευσης των πεπραγμένων του ν’ απαλύνει την αβάσταχτη ενοχή την οποία νιώθει έναντι των προσώπων εκείνων που θεωρεί πως κατά καιρούς πλήγωσε με τη συμπεριφορά του. Το πρώτο κεφάλαιο της «ντροπής» αφορά τη ναρκισσιστική προσωπικότητα της μητέρας του και τον στοργικό του πατέρα, τον οποίο έχασε σε παιδική ηλικία. Ακολουθεί η άφιξή του στο Παρίσι και η γνωριμία του με το είδωλό του, τον Τζέιμς Τζόις, αλλά και η σύντομη σχέση (συμφέροντος) με την κόρη του, Λουτσία. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίζει την Σουζάν, τη μία από τις δύο γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, βιώνοντας παράλληλα την απώλεια και τις δυσκολίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη δεύτερη γυναίκα, η οποία έμελλε να σταθεί καθοριστική σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, συστήθηκε αργότερα, άμα τη άφιξή του στο Λονδίνο. Το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σ’ αυτόν, τη σύζυγό του Σουζάν και τη μεταφράστρια του BBC Μπάρμπαρα απέχει από τα να χαρακτηριστεί γεμάτο πάθος και αίσθημα, λειτουργώντας με τρόπο μάλλον ψυχρό, ενίοτε ειρωνικό και σίγουρα… μινιμαλιστικό.
Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μαρς ακολουθεί τη συνταγή της δικής του, επίσης βιογραφικής «Θεωρίας των Πάντων» (2014), θέτοντας στο background το έργο του ατόμου με το οποίο καταπιάνεται και δείχνοντας πως εκείνο που πρωτίστως τον απασχολεί είναι οι σχέσεις του Μπέκετ με τα πέντε-έξι πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε στενά στη ζωή του και επηρέασαν (ίσως) τη δουλειά του (υπό αυτό το πρίσμα μοιάζει να υπαινίσσεται πως ο συγγραφικός μινιμαλισμός του Μπέκετ δεν ήταν παρά μία αντίδραση στο λεπτομερές «έπος» της γραφής του Τζόις). Δίχως η προσέγγιση του… παραγκωνισμού των διάσημων έργων του Μπέκετ να εξελίσσεται σε δραματική αστοχία, είναι σίγουρα παράξενο για μια βιογραφική ταινία να παραμελεί (πλην ενός) το σύνολο της δουλειάς του καλλιτέχνη. Το πρόβλημα στη «λογική» του φιλμ βρίσκεται στην απουσία της πραγματικής, συντροφικής έγνοιας (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη «Θεωρία»), καθώς το έργο μοιάζει να προσπαθεί να αντανακλάσει το έργο του Μπέκετ στην προσωπική του ζωή, υποστηρίζοντας πως επειδή η γραφή του ήταν (κάπως) απρόσιτη, το ίδιο ήταν και ως άνθρωπος, στον ενήλικο ιδιωτικό του βίο.